Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Ανάλυση της Αντίστασης[167 Π.Κ.] & της Απείθειας[169 Π.Κ.] από τον έγκριτο νομικό Νικόλαο Δερμενούδη

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (αρ. 167 ΠΚ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΕΙΘΕΙΑΣ (αρ. 169 ΠΚ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ (αρ. 167 ΠΚ)

  1. 1.      Έννοια
Αντίσταση διαπράττει εκείνος, ο οποίος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο στην ενέργεια πράξεως που ανάγεται στα καθήκοντά των ή παράλειψη νόμιμης ενέργειας, ως και εκείνος που βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου  που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του.
Η αντίσταση αποτελεί ειδική περίπτωση παράνομης βίας.


  1. 2.      Προστατευόμενο έννομο αγαθό
Είναι η πολιτειακή εξουσία. Ως πολιτειακή εξουσία νοείται, με τη στενή έννοια του όρου, το αυτοτελές έννομο αγαθό που δεν αναφέρεται ως ουσιώδες στοιχείο της κρατικής υπόστασης (πολιτικής και διεθνούς), αλλά ως ικανότητα αποτελεσματικής επιβολής της κρατικής βούλησης σε συγκεκριμένη περίπτωση. Με την έννοια αυτή, η πολιτειακή εξουσία αποτελεί ένα μέσο του κράτους για την αποτελεσματική επιβολή του, μέσα στα χωρικά του όρια.
Φορέας του έννομου αγαθού αυτού είναι το ίδιο το κράτος ως νομικό σύνολο των κυβερνώντων που έχει άμεσο συμφέρον στη διατήρηση της πολιτειακής εξουσίας. Το κάθε κρατικό όργανο που ενσαρκώνει (εξατομικεύει) κάθε φορά την πολιτειακή εξουσία δεν έχει το δικαίωμα (τη νομική ικανότητα) να συναινέσει στην  προσβολή της αίροντας έτσι τον άδικο χαρακτήρα αυτής. Μπορεί όμως το κρατικό εκτελεστικό όργανο να αδρανήσει και να μην επιχειρήσει επιβολή της κρατικής θέλησης σε συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε δεν υπάρχει καν πεδίο πραγμάτωσης της προσβολής.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί ότι, ως πολιτειακή εξουσία προστατεύεται μόνο η ελληνική. Επομένως, η αντίσταση κατά ξένης αρχής ή υπαλλήλων ενεργούντων στην Ελλάδα δεν αποτελεί αξιόποινη πράξη κατά το αρ. 167 ΠΚ, του οποίου άλλωστε απαγορεύεται η ανάλογη εφαρμογή.

  1. 3.      Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος
Η αντίσταση ως στρεφόμενη κατά της πολιτειακής εξουσίας, προσβάλλει κρατικό – υπερατομικό έννομο αγαθό. Βέβαια, με την τέλεσή της είναι δυνατό να προσβληθούν και ατομικά έννομα αγαθά του εκάστοτε φορέα της πολιτειακής εξουσίας κατά τη στιγμή της προσβολής (σωματική ακεραιότητα, προσωπική ελευθερία, τιμή και σε ακραίες περιπτώσεις και η ανθρώπινη ζωή).
Είναι έγκλημα κοινό και όχι ιδιαίτερο, μονοπρόσωπο αφού μπορεί να τελεσθεί από ένα πρόσωπο, χωρίς να αποκλείεται και η κατά συναυτουργία τέλεσή της, βλάβης, γνήσιο πολύτροπο ή υπαλλακτικό ή διαζευτικό μικτό έγκλημα, γιατί οι διάφοροι τρόποι τέλεσής του μπορούν να εναλλαχθούν ή να σωρευτούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο, όσο τούτο εκφράζει μία μονάδα του έννομου αγαθού (πολιτειακή εξουσία), χωρίς να υπάρχει συρροή εγκλημάτων αλλά μόνο μία αντίσταση.
Μία μονάδα εννόμου αγαθού πολιτειακής εξουσίας υπάρχει όταν πρόκειται για την ίδια κρατική πράξη ή το υποκατάστατό της (σύλληψη προσώπου, κατεδάφιση κτίσματος, απαγόρευση κυκλοφορίας). Σημασία δεν έχει ο αριθμός των υπαλλήλων που είναι εξουσιοδοτημένοι για την τέλεση της πράξης. Μπορεί η αντίσταση, συνεπώς, να στραφεί κατά περισσότερων υπαλλήλων, εφόσον όμως πρόκειται για την ίδια πάντα κρατική ενέργεια, θα υπάρχει μία μόνο αντίσταση και όχι τόσες, όσοι είναι οι υπάλληλοι που δέχτηκαν τη σωματική βία, την απειλή βίας ή την βιαιοπραγία. Προϋποτίθεται όμως ότι οι υπάλληλοι επιχειρούν την ίδια κρατική ενέργεια ή συνδράμουν  στην ίδια κρατική ενέργεια. Αν η συνδρομή πάρει τη μορφή άλλης κρατικής ενέργειας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ασκείται βία ή απειλή κατά δικαστικών επιμελητών για να μη διενεργήσουν κατάσχεση και στη συνέχεια ασκείται βία κατά των αστυνομικών που συλλαμβάνουν το δράστη για αυτόφωρη αντίσταση (αρ. 242 § 1 ΚΠΔ σε συνδ. με αρ. 167 § 1 ΠΚ), τότε η νέα εναντίον της διαφορετικής κρατικής ενέργειας ασκούμενη βία συνιστά αυτοτελή αντίσταση που συρρέει αληθινά και πραγματικά (αρ. 94 § 1 ΠΚ) με την πρώτη που αναφέρεται σε βάρος των δικαστικών επιμελητών.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω σκέψεων γίνεται εύλογα δεκτό ότι  μπορεί στον ίδιο υπάλληλο να ασκηθεί απειλή για να παραλείψει νόμιμη πράξη και στη θέση της να τελέσει άλλη και εφόσον δεν αποδίδει η απειλή, να ασκηθεί αμέσως σωματική βία και όταν και αυτή δεν ευδοκιμήσει και ο υπάλληλος προβεί στην τέλεση της νόμιμης ενέργειάς του, να ασκηθεί εναντίον του βιαιοπραγία για εκδίκηση. Όλοι αυτοί οι τρόποι τέλεσης, διαζευτικά προβλεπόμενοι στο πολύτροπο έγκλημα της αντίστασης,  συναποτελούν ένα έγκλημα, όσο προσβάλλουν μία μονάδα εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας, συγκεκριμένα του υπαλλήλου, ενόψει πάντοτε της ίδιας ενέργειας που ανάγεται στα καθήκοντά του.
Είναι έγκλημα απλό και όχι πολύπρακτο, ούτε σύνθετο, αφού η αντικειμενική της υπόσταση πραγματώνεται με μία μόνο πράξη (άσκηση σωματικής βίας, απειλή σωματικής βίας, βιαιοπραγία). Έγκλημα μη ιδιόχειρο, γιατί μπορεί να πραγματωθεί με τις παράλληλες σωματικές κινήσεις δύο ανθρώπων  και συνεπώς μπορεί να τελεσθεί κατά συναυτουργία.
Περαιτέρω, το έγκλημα αυτό είναι διαρκές ως προς το μέσο εξαναγκασμού (βία ή απειλή βίας) για συγκεκριμένο σκοπό. Η αντίσταση διαρκεί όσο ο δράστης, μετά την τελείωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού που επέρχεται με τη χρήση βίας ή την εκστόμιση της απειλής, επιμένει στην προσπάθεια πρόκλησης είτε ματαίωσης επικείμενης ή εκδηλωθείσας ήδη υπαλληλικής ενέργειας. Η αντίσταση διαρκεί, όσο διαρκεί η προσπάθεια υποκατάστασης εξουσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (αυτόφωρο έγκλημα όσο διαρκεί η προσπάθεια αυτής).
Αντίθετα, ως βιαιοπραγία η αντίσταση είναι έγκλημα στιγμιαίο όπως και η σωματική βλάβη και η εξύβριση με έργα.

  1. 4.      Σκοπός της σχετικής διάταξης
Είναι η προσπάθεια της θελήσεως του κράτους και των προς εκπλήρωση της βουλήσεως αυτού καλουμένων οργάνων. Η πράξη πρέπει να κατευθύνεται άμεσα, υποκειμενικώς  και αντικειμενικώς στο να εξαναγκάσει τον δημόσιο υπάλληλο ή την αρχή
  • να ενεργήσει πράξη αντίθετη προς τα καθήκοντά του ή
  • να παραλείψει ενέργεια υπαλλήλου ή αρχής ή
  • να αναγκάσει τούτον να πράξει ενέργεια αναγόμενη στα καθήκοντά του.

  1. 5.      Δομή και στοιχεία του εγκλήματος
Το άρθρο 167 ΠΚ τυποποιεί δύο εγκλήματα
  • ένα βασικό (αρ. 167 § 1 ΠΚ) και
  • ένα διακεκριμένο (αρ. 167 § 2 ΠΚ)

  1. 6.      Ποινική υπόσταση του βασικού εγκλήματος (αρ. 167 § 1 ΠΚ)

Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
α) Υποκείμενο του εγκλήματος (δράστης του εγκλήματος)
Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (όποιος άνθρωπος). Ακόμα και αν έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, εφόσον στρέφεται κατ’ άλλου υπαλλήλου που αρμόδια ενεργεί ή πρόκειται να ενεργήσει ή να απόσχει από την ενέργεια. Ο δράστης υπάλληλος σ’ αυτές τις περιπτώσεις με την παράνομη ενέργειά του (βία ή απειλή βίας) θέτει τον εαυτό του εκτός του μηχανισμού επιβολής της κρατικής θέλησης και εξομοιώνεται με απλό πολίτη.



β) Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος (θύμα του εγκλήματος)
Είναι κάποια αρχή ή υπάλληλος. Αν πρόκειται όχι για παράνομη βία, αλλά για βιαιοπραγία κατά τη διάρκεια νόμιμης ενέργειας  υπαλλήλου, αντικείμενο της αντίστασης μπορεί να γίνει και άλλο πρόσωπο (όχι υπάλληλος) που έχει όμως προσληφθεί για την τέλεση ή την υποστήριξη της παραπάνω νόμιμης ενέργειας καθώς και ο έστω αναρμόδιος να ενεργήσει άλλος υπάλληλος, ο οποίος έχει προστρέξει για να υποστηρίξει τον αρχικά νομίμως ενεργούντα.
Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι υλικό αντικείμενο της πράξεως είναι:
  • κάποια αρχή
  • ή υπάλληλος
  • ή υπάλληλος που έχει προσληφθεί
  • ή πρόσωπο που έχει προσληφθεί προς υποστήριξη του υπαλλήλου
  • ή άλλος υπάλληλος που προσέτρεξε να υποστηρίξει τον υπάλληλο που ενεργεί.
Η σωστή προσέγγιση του υλικού αντικειμένου του εγκλήματος προϋποθέτει αναγκαία την ανάλυση εννοιών, έτσι ώστε να γίνει καλύτερη διευκρίνιση του ζητήματος αυτού. Πρόκειται για σύνθεση υπαλλήλου και υπαλληλικής πράξης.
β1. Έννοια της αρχής
Αρχή αποτελεί κάθε μονοπρόσωπο ή συλλογικό όργανο που έχει διευθυντική εξουσία σε ορισμένο τομέα κρατικής δραστηριότητας την οποία ασκεί κατά την ελεύθερη κρίση του και μπορεί να εκδίδει κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής εκτελεστές πράξεις, μέσα στα πλαίσια του νομικά προσδιορισμένου κύκλου της αυτόβουλης ενέργειας ως κρατικού οργάνου.
Μόλις χρειάζεται στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η αρχή πρέπει να είναι νόμιμη, δηλαδή να έχει αποκτήσει την ιδιότητα αυτή όπως ορίζει σε κάθε περίπτωση ο νόμος (εκλογή – διορισμός). Το κρατικό όργανο πρέπει να έχει νομίμως την ιδιότητα αυτή. Η αρχή είναι ανεξάρτητη από τα πρόσωπα. Έτσι είναι αδιάφορη η αποχώρηση ή μεταβολή του προσώπου που εκτελεί τις υπηρεσιακές πράξεις.
Αναλύοντας τον παραπάνω αναφερόμενο ορισμό, σημειώνουμε τα εξής:
  • Η αρχή ενσαρκώνεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα φυσικά (φορείς της) που σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο έχουν την ιδιότητα του οργάνου του κράτους, δηλαδή τη νομική εξουσιοδότηση να ενεργούν ορισμένες νομικά προσδιορισμένες πράξεις ως πράξεις του ίδιου  του κράτους.
Για την ενέργεια των πράξεων αυτών η αρχή έχει σχετική αυτοβουλία. Η πράξη δηλαδή που τελεί χρεώνεται ως δική της (απόφαση, ένταλμα, διαταγή).
  • Στο πλαίσιο αυτού του κύκλου της αυτοβουλίας της, η αρχή εκδίδει και τις τυπικές σχετικές μορφές των πράξεών της, διατάζει, επιτάσσει, αποφαίνεται, εντέλλεται.
  • Μπορεί τέλος η αρχή να συγκροτεί η ίδια μια λειτουργικά αυτοτελή μονάδα του κρατικού μηχανισμού (δικαστήριο) ή να διευθύνει μια υπηρεσία (Διευθυντής Αστυνομικής Διεύθυνσης Καστοριάς).
Στην προκειμένη περίπτωση,  δεν είναι αρχή η Αστυνομική Διεύθυνση Καστοριάς, αλλά το όργανο που τη διευθύνει, δηλαδή ο Αστυνομικός Διευθυντής.
Ομοίως, αρχή είναι ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Καστοριάς, όχι όμως ο Υπαστυνόμος Α του ιδίου Αστυνομικού Τμήματος ή ο Αρχιφύλακας Β οι οποίοι ενώ είναι υπάλληλοι δεν είναι ταυτόχρονα και αρχή.
β1.1. Ποια δεν είναι αρχή
Δεν είναι αρχή ο μητροπολίτης και οι εκκλησιαστικές αρχές (Ιερά Σύνοδος) και συνεπώς αυτός που εμποδίζει οποιαδήποτε ενέργειά τους ή τους εξαναγκάζει  σε πράξη ή παράλειψη ή βιαιοπραγεί εναντίον τους όταν ασκούν το λειτούργημά τους, δεν διαπράττει αντίσταση (αρ. 167 § 1 ΠΚ) αλλά παράνομη βία (αρ. 330 ΠΚ) ή έργω εξύβριση (αρ. 361 ΠΚ).
β2. Έννοια του υπαλλήλου
Υπάλληλος είναι κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί νόμιμα, έστω και προσωρινά η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή υπηρεσίας νομικού προσώπου, δημοσίου δικαίου (αρ. 13, στοιχ. α, ΠΚ)  Ο υπάλληλος, σε αντίθεση με την αρχή, δεν έχει διευθυντική λειτουργία ούτε αυτοβουλία στις ενέργειές του, αλλά ενεργεί πάντοτε στα πλαίσια των διαταγών που του έχουν δοθεί.
Με αφετηρία την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό ότι στην έννοια του υπαλλήλου υπάγονται όλοι οι ανακριτικοί υπάλληλοι (αστυνομικοί, πυροσβέστες, λιμενικοί, θηροφύλακες).
β3. Έννοια του υπαλλήλου – προσώπου σε σχέση με το αρ. 167 ΠΚ
β3.1. Έννοια του υπαλλήλου που έχει προσληφθεί
Υπάλληλος που έχει προσληφθεί, θεωρείται ο υπάλληλος του οποίου η σύμπραξη κρίνεται απαραίτητη για τη νόμιμη διεκπεραίωση της υπηρεσιακής ενέργειας.
Έτσι, στην περίπτωση που διενεργηθεί έρευνα κατ’ οίκον την ημέρα (αρ. 255 § 2 ΚΠΔ) από προανακριτικό υπάλληλο, υποχρεωτικά ως β’ ανακριτικός υπάλληλος θα πρέπει να προσληφθεί δικαστικός λειτουργός, οπότε αν ασκηθεί βιαιοπραγία εναντίον του θα πραγματωθεί το έγκλημα της αντίστασης κατά της αρχής (αρ. 167 § 1 ΠΚ).
β3.2. Έννοια του προσώπου που έχει προσληφθεί
Αντικείμενο αντίστασης μπορεί να καταστεί και οποιοσδήποτε ιδιώτης που έχει προσληφθεί για να υποστηρίξει τον υπάλληλο κατά τη νόμιμη ενέργειά του.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, πρόσωπο που έχει προσληφθεί, θεωρείται ο ιδιώτης ο οποίος έχει προσληφθεί ειδικά από τον ενεργούντα την υπηρεσιακή πράξη υπάλληλο για να τον βοηθήσει στην εκτέλεση της πράξεως αυτής. Έτσι, δεν υπάγονται στη συγκεκριμένη περίπτωση οι παρακρατικοί που συνεργάζονται με την αστυνομία χωρίς επίσημη πρόσληψή τους σε οργανική θέση ή χωρίς κάποιο προβλεπόμενο στο νόμο τρόπο. Αντίθετα, υπάγονται στην προστασία του αρ. 167 ΠΚ,  οι προσλαμβανόμενοι για έρευνα σε κατοικία γείτονες, όταν λείπουν οι ένοικοί της (αρ. 256, εδ. τελ. ΚΠΔ).
β3.3. Έννοια του υπαλλήλου που έχει προστρέξει προς υποστήριξη
Υπάλληλος που έχει προστρέξει προς υποστήριξη θεωρείται ο μη αρμόδιος, αλλά σχετιζόμενος πάντως με της υπηρεσιακής ενέργειας υπάλληλος, είτε κατόπιν προσκλήσεως είτε αυτοβούλως παρεμβάλλεται στη διαδικασία της υλοποίησης της κρατικής βούλησης. Ο υπάλληλος ο οποίος έχει προστρέξει για να υποστηρίξει  τον προσβαλλόμενο με πράξη αντίστασης άλλο υπάλληλο, είναι δυνατό να μην έχει σχέση με τις αρμοδιότητες του τελευταίου.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία στο τελωνείο Ευζώνων, σε έλεγχο ενός αυτοκινήτου για ναρκωτικά από τον Α, αρμόδιο τελωνιακό υπάλληλο, ως προστρέξας υπάλληλος θεωρείται ο Υπαστυνόμος Β, ο οποίος σε σχετική πρόσκληση του Α, κινήθηκε προς το μέρος του για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια του ελέγχου του αυτοκινήτου του Ο. Αν στην προκειμένη περίπτωση ο Ο βιαιοπραγήσει σε βάρος του Υπαστυνόμου Β, θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής (βιαιοπραγία κατά υπαλλήλου που προσέτρεξε για να υποστηρίξει άλλον υπάλληλο ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του – αρ. 167 § 1, εδ, β, ΠΚ).
Εκείνο το οποίο κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί στο σημείο αυτό είναι ότι δεν απαιτείται πρόσληψη για τον υπάλληλο που συνέδραμε άλλον κατά τη στιγμή της αντίστασης. Ωστόσο είναι δυνατόν ο υπάλληλος να έχει προσληφθεί και πριν εκδηλωθεί η πράξη της αντίστασης. Αφού ο υπάλληλος προστατεύεται και όταν απλώς έχει προστρέξει (χωρίς να έχει προσληφθεί), αυτονόητο είναι ότι κατά μείζονα λόγο πρέπει να προστατεύεται όταν έχει προσληφθεί για να υποστηρίξει τη νόμιμη ενέργεια του συναδέλφου του πριν εκδηλωθεί εναντίον τούτου η αντίσταση.
β3.4. Προβληματική που αναφέρεται στις έννοιες του αρ. 167 § 1 ΠΚ, έχει προσληφθεί, έχει προστρέξει.
Όπως ρητά συνάγεται από το κείμενο του αρ. 167 § 1 ΠΚ που αντιδιαστέλλει σαφώς τις έννοιες «έχει προσληφθεί» και «έχει προστρέξει», ο ιδιώτης που μόνος του προστρέχει σε βοήθεια του υπαλλήλου δεν καλύπτεται από το αρ. 167 § 1 ΠΚ και επομένως η βιαιοπραγία εναντίον του δεν συνιστά αντίσταση κατά της αρχής.
Χρειάζεται ειδικά να έχει προσληφθεί με νόμιμη κρατική πράξη για να στηρίξει το έργο μιας δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο κλειδαράς Κ καλείται από τον Δικαστικό Επιμελητή ν’ ανοίξει την πόρτα της οικίας, σε επιχείρηση αναγκαστικής εκτέλεσης, για να μεταφερθούν τα κατασχεθέντα πράγματα, αν εκδηλωθεί βιαιοπραγία σε βάρος του Κ, η πράξη αυτή συνιστά αντίσταση κατά της αρχής (αρ. 167 § 1 ΠΚ).
γ) Η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά)
Η αξιόποινη εγκληματική διαγωγή, εμφανίζεται στην προκειμένη περίπτωση με δύο (2) μορφές.
Ειδικότερα:
γ1. με τη μορφή της τέλεσης πράξης εξαναγκασμού της αρχής ή του υπαλλήλου σε ορισμένη υπηρεσιακή ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή σε παράλειψη κάποιας νόμιμης ενέργειας (α’ μορφή τέλεσης -  αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ)
γ2. με τη μορφή της βιαιοπραγίας κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει σε υποστήριξη του ενεργούντος (β’ μορφή τέλεσης – αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ).
γ1.1.ΠΡΑΞΗ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ ΑΡΧΗΣ Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ (α’ μορφή τέλεσης -  αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ.
Ο επιχειρούμενος κατόπιν βίας ή απειλής βίας εξαναγκασμός της αρχής ή του υπαλλήλου, πρέπει να αφορά είτε την ενέργεια πράξεως αναγόμενης στα καθήκοντά του, είτε στην παράλειψη νόμιμης πράξεως αναγόμενης επίσης στα καθήκοντά του.
γ1.1.α. Εξαναγκασμός με βία ή απειλή βίας της αρχής ή υπαλλήλου που αφορά την ενέργεια πράξης (αναγόμενης στα καθήκοντά τους).
Η αρχή ή υπάλληλος πρέπει να εξαναγκασθούν στην τέλεση πράξεως, αδιαφόρως αν είναι νόμιμη ή όχι, αρκεί να ανάγεται στα καθήκοντά τους. Η πράξη της αρχής ή του υπαλλήλου, δύναται να είναι νόμιμη ή παράνομη, αρκεί μόνο αυτός να είναι αρμόδιος για την εκτέλεση.
Η έννοια του όρου «εξαναγκάζει» σημαίνει ότι ο δράστης   υποχρεώνει τον υπάλληλο, δηλαδή η συμπεριφορά του υπαλλήλου δεν ανταποκρίνεται στη θέλησή του.
Στην προκειμένη περίπτωση απαιτείται χρήση βίας ή απειλή βίας, δηλαδή ενεργητικότητα. Η λεγόμενη παθητική αντίσταση δεν περιέχεται στην έννοια αυτή.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α εξαναγκάζει τον Αστυνόμο Β να εκτελέσει ένταλμα συλλήψεως κατά του Γ, ο Α, θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ – εξαναγκασμός σε ενέργεια νόμιμης πράξεως που ανάγεται στα καθήκοντα του Αστυνόμου Β).
Αντιθέτως, αν ο Δ εξαναγκάσει τον Υπαστυνόμο Α να προβεί στη σύλληψη του δράστη κλοπής Κ μη αυτόφωρης πράξης, ο Δ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ – εξαναγκασμός σε ενέργεια μη νόμιμης πράξεως που ανάγεται στα καθήκοντα του Υπαστυνόμου Α).
Αντικείμενο της αξιόποινης αντίστασης κατά το αρ. 167 § 1 ΠΚ, δεν είναι βέβαια ο υπάλληλος ή η αρχή ως άτομα ή ως ιδιότητες ατόμων, αλλά ο ενεργών υπάλληλος ή η ενεργούσα αρχή. Η κρατική ενέργεια αποτελεί  το στόχο της αντίστασης:
  • είτε για να αποτραπεί
  • είτε για να προκληθεί με τη βία
  • είτε για να υποκατασταθεί
  • είτε για να παρεμποδιστεί
Στοιχείο λοιπόν της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της αντίστασης αποτελεί η πράξη που ανάγεται στα καθήκοντα ορισμένης αρχής ή υπαλλήλου. Πρέπει συνεπώς το πρόσωπο που εμποδίζεται ή εξαναγκάζεται να ενεργήσει ή δέχεται την επίθεση ενώ ενεργεί, να έχει την ιδιότητα της αρχής ή του υπαλλήλου και η πράξη στην οποία εξαναγκάζεται ή για την όποια παρεμποδίζεται, να ανάγεται στα καθήκοντά του.
Συνεπώς, πράξη εξαναγκασμού σε ενέργεια ή παράλειψη που είναι άσχετη προς τα καθήκοντα του υπαλλήλου, δεν πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής. Άλλο είναι ασφαλώς το ζήτημα, ότι μια τέτοια πράξη είναι αξιόποινη με άλλες διατάξεις.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης Δ απειλεί με το όπλο τον Υπαστυνόμο Α να πάει και να του αφαιρέσει από το Τμήμα Πολεοδομίας του Δήμου Κοζάνης την άδεια οικοδομής για την κατασκευή της κατοικίας του, ο Δ δεν διαπράττει αντίσταση  κατά της αρχής, διότι η πράξη στην οποία επιχειρεί να εξαναγκάσει ο Δ τον Υπαστυνόμο Α, δεν ανήκει στα καθήκοντά του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογή έχουν οι διατάξεις περί παρανόμου βίας (αρ. 330 ΠΚ).
γ1.1.β.Εξαναγκασμός με βία ή απειλή βίας της αρχής ή υπαλλήλου, που αφορά την παράλειψη νόμιμης πράξεως αναγόμενης στα καθήκοντά των.
Η αρχή ή ο υπάλληλος πρέπει να εξαναγκασθούν σε παράλειψη νόμιμης πράξεως αναγόμενης στα καθήκοντά των.
Ο δράστης στην προκειμένη περίπτωση επιχειρεί να εξαναγκάσει την αρχή ή τον υπάλληλο, όπως μη εκτελέσει νόμιμη πράξη. Σ’ αυτή τη μορφή της αντίστασης η σωματική βία ασκείται απέναντι σε μια έτοιμη να επιβληθεί ή επιβαλλόμενη κιόλας κρατική βούληση και στοχεύει στη ματαίωση αυτής της επιβολής. Η πρωτοβουλία κινήσεων στο πεδίο επιβολής ανήκει στην πολιτειακή εξουσία. Ο πολίτης αντιδρά κατά της επιβαλλόμενης πολιτειακής εξουσίας, χρησιμοποιώντας σωματική βία.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Κ, εξαναγκάζει τον Υπαστυνόμο Α να μη συλλάβει τον Λ που έχει καταληφθεί επ’ αυτοφώρω (έγκλημα την ώρα που γίνεται – αρ. 242 § 1 ΚΠΔ), ο Κ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ – εξαναγκασμός σε παράλειψη νόμιμης πράξεως αναγόμενης στα καθήκοντα του Υπαστυνόμου Α).
Κλείνοντας την έρευνα του σχετικού ζητήματος, χρήσιμο είναι να επισημανθούν στο σημείο αυτό τα ακόλουθα:
Η πράξη του δράστη πρέπει να αποβλέπει στον εξαναγκασμό του υπαλλήλου:
  • είτε να ενεργήσει (νόμιμα ή παράνομα, δεν έχει σημασία)
  •   είτε να παραλείψει ορισμένη υπηρεσιακή ενέργεια (η παράλειψη πρέπει να αφορά νόμιμη πράξη). Διαφορετικά, αν η προσπάθεια εξαναγκασμού αφορά παράνομη παράλειψη, δεν στοιχειοθετείται αντίσταση κατά της αρχής.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία, ο καταστηματάρχης Κ του καταστήματος «ΤΟ ΣΤΕΚΙ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ» εισέρχεται στο γραφείο του προϊσταμένου Π του Δήμου που επιβάλλει τα πρόστιμα για κατάληψη πεζοδρομίου και με ένα μαχαίρι τον απειλεί, εξαναγκάζοντάς τον να επιβάλλει σ’ αυτόν πρόστιμο πολύ μικρό, ο Κ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ – προσπάθεια εξαναγκασμού σε ενέργεια πράξεως).
Ομοίως, στην περίπτωση που ο οδηγός Ο με την απειλή ενός ροπάλου εξαναγκάζει τον Υπαστυνόμο Α να μη του αφαιρέσει τις πινακίδες του αυτοκινήτου για σοβαρή παράβαση του ΚΟΚ, ο Ο θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ – προσπάθεια εξαναγκασμού σε παράλειψη νόμιμης ενέργειας).
γ2.1. ΒΙΑΙΟΠΡΑΓΙΑ ΚΑΤΑ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ Ή ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΛΗΦΘΕΙ Ή ΑΛΛΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΤΡΕΞΕΙ ΣΕ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΕΝΕΡΓΟΥΝΤΟΣ (β’ μορφή τέλεσης – αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ).
γ2.2. Έννοια της βιαιοπραγίας
Βιαιοπραγία αποτελεί κάθε επιθετική δραστηριότητα με την οποία αναπτύσσεται υλική δύναμη εναντίον προσώπου ή πραγμάτων και δια της οποίας εκδηλώνεται απλά η εχθρική διάθεση του δράστη απέναντι στα πράγματα αυτά. Η έννοια της βιαιοπραγίας είναι ευρύτερη της βίας.
Έτσι, βιαιοπραγία συνιστούν τα διάφορα γρονθοκοπήματα ή σπρωξίματα, ο λιθοβολισμός ή ρίψη ή ανατροπή αντικειμένων, το τράβηγμα ή σχίσιμο ρούχων η καταστροφή ή βλάβη ορισμένων αντικειμένων, εξαπόλυση ζώων (σκυλιών), εκτόξευση αερίων, ακτινοβολίας.
Η στοιχειοθέτηση της βιαιοπραγίας δεν προϋποθέτει αναγκαστική σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του προσώπου ή φθορά του πράγματος εναντίον του οποίου στρέφεται.
Επομένως, η ρίψη ενός τσιμεντόλιθου συνιστά βιαιοπραγία, όχι μόνο όταν βρει το στόχο του και προξενήσει την επιδιωκόμενη βλάβη στο πρόσωπο ή στο πράγμα, αλλά και όταν αστοχήσει (το αποτέλεσμα είναι αδιάφορο).
Η βιαιοπραγία αποτελεί κακοποίηση του σώματος του υπαλλήλου. Ως κακοποίηση νοείται η κακομεταχείριση του σώματος, όχι απλώς η εχθρική, αλλά η δυναμική επενέργεια επάνω του, έστω και χωρίς σωματική βλάβη.
Εκείνο όμως που θα πρέπει να τονισθεί στο σημείο αυτό με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν είναι ότι, ενώ η βιαιοπραγία μπορεί να στρέφεται είτε κατά προσώπων είτε κατά πραγμάτων, ο νομοθέτης τιμωρεί μόνο τη βιαιοπραγία που στρέφεται κατά προσώπων.
Συνεπώς, η βιαιοπραγία κατά πραγμάτων δεν είναι αξιόποινη σύμφωνα με το αρ. 167 ΠΚ, εκτός αν στοιχειοθετηθεί έμμεση βία ή απειλή βίας κατά του υπαλλήλου.
Έτσι, στην περίπτωση που ο καταστηματάρχης Κ του καταστήματος πώλησης οινοπνευματωδών ποτών «ΤΟ ΟΥΖΟ ΤΟΥ ΜΕΡΑΚΛΗ», κατά την επιβολή κατάσχεσης σε εμπορεύματα του καταστήματος, εκνευρίζεται και σπάει με τη γροθιά του το κρύσταλλο του γραφείου του, η ενέργειά του αυτή (βία κατά πραγμάτων) δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της αντίστασης.
Η βιαιοπραγία που ασκείται πάνω στον ίδιο τον υπάλληλο, πρέπει χρονικά να τελεσθεί ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του. Αν τελεστεί μετά από αυτήν θα κριθεί ενδεχομένως ως σωματική βλάβη ή εξύβριση με έργω, αλλά όχι ως αντίσταση.
Μόλις χρειάζεται στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι, ο όρος «ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του» σημαίνει κατά το χρόνο που ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του.

Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Είναι δεδομένο ότι η αντίσταση είναι έγκλημα δόλου. Δεν υπάρχει τυποποιημένο έγκλημα αντίστασης από αμέλεια στον ποινικό μας κώδικα. Το κείμενο της νομοτυπικής περιγραφής του εγκλήματος δεν περιέχει βέβαια ρητά την ένδειξη με δόλο ή με πρόθεση, τούτο ωστόσο υπονοείται εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα (αρ. 26 § 1, εδ. α ΠΚ) και δεν υπάρχει ειδική ποινική πρόβλεψη αντίστασης από αμέλεια (αρ. 26 § 1, εδ. β ΠΚ).
Ειδικότερα ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση ότι χρησιμοποιείται βία ή απειλή βίας εναντίον κάποιας αρχής ή υπαλλήλου ή ότι ασκείται βιαιοπραγία κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να υποστηρίξει τον πρώτο υπάλληλο ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, καθώς και τη θέληση να πραγματωθούν οι παραπάνω πράξεις με τον πρόσθετο σκοπό (στην περίπτωση της βίας και της απειλής) αλλά και όχι της βιαιοπραγίας να εξαναγκαστούν, η αρχή ή ο υπάλληλος να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν τέτοια νόμιμη πράξη.
Μετά την παραπάνω ανάλυση εκείνο που απομένει να τονιστεί είναι ότι για το είδος του δόλου υπάρχουν δύο απόψεις:
α’ άποψη
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο δόλος που χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να είναι δόλος οποιουδήποτε βαθμού για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Ειδικά όμως για την πράξη του εξαναγκασμού απαιτείται επί πλέον δόλος σκοπού (άμεσος δόλος α’ βαθμού – επιδίωξη).
β’ άποψη
Κατά την άποψη αυτή για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί δόλος οποιουδήποτε βαθμού.
Έτσι, με βάση τις αναλύσεις – τοποθετήσεις που έγιναν για τη σωστή προσέγγιση του ζητήματος της αντίστασης, προκύπτει το εξής συμπέρασμα.
Αντίσταση (αρ. 167 § 1 ΠΚ) = χρήση βίας ή απειλή βίας για να εξαναγκασθεί κάποια αρχή ή υπάλληλος να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη ή άσκηση βιαιοπραγίας κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργεια του ενεργούντος υπαλλήλου.

  1. 7.      Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα εγκλήματος
Επιδιώκοντας κανείς να προσεγγίσει περισσότερο το ζήτημα του τετελεσμένου εγκλήματος της αντίστασης ή της απόπειρας αυτού, θα πρέπει να σταθεί στις εξής αναλύσεις – διακρίσεις:
α) Αντίσταση με τη μορφή της άσκησης της βίας ή της απειλής βίας (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ).
Πριν από την άσκηση της βίας ή της απειλής βίας, δεν υπάρχει τίποτε. Μόλις όμως ασκηθούν  οι ενέργειες αυτές με το σκοπό να εξαναγκαστούν αρχή ή υπάλληλος στην τέλεση ή στην παράλειψη πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά του, η αντίσταση ως έγκλημα είναι τελειωμένη, ανεξαρτήτως του αν επετεύχθη ο σκοπός της αντιστάσεως. Το έγκλημα στην προκειμένη περίπτωση είναι τυπικό, οπότε θεωρείται τετελεσμένο, μόλις περατωθεί η ενέργεια του δράστη, χωρίς να απαιτείται να επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα. Χώρος επομένως δεν  φαίνεται να υπάρχει για την απόπειρα στη μορφή αυτή της αντίστασης.
β) Αντίσταση με τη μορφή της βιαιοπραγίας κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να υποστηρίξει τον υπάλληλο, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του (αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ).
Η μορφή αυτή της αντίστασης, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, θεωρείται τετελεσμένη με την πραγματοποίηση της βιαιοπραγίας. Κατ’ άλλη άποψη όμως, η αντίσταση της μορφής αυτής ως ουσιαστικό έγκλημα, επιδέχεται  οπωσδήποτε απόπειρα. Αυτή υπάρχει όταν η πράξη, η σωματική κίνηση της βιαιοπραγίας αποτελεί ξέχωρη ενέργεια από το αναγκαίο για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης, αποτέλεσμα της ελαφριάς έστω κακοποίησης του υπαλλήλου.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α λιθοβολεί τον Υπαστυνόμο Β, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του (προσπάθεια σύλληψης λόγω εκκρεμούς εντάλματος σύλληψης σε βάρος του Α), αν τελικά οι πέτρες δεν βρουν το στόχο τους, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απόπειρας αντίστασης (αρ. 42 § 1 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ), διότι ο Υπαστυνόμος Β δεν κακοποιήθηκε (άποψη που υποστηρίζεται στη θεωρία).

  1. 8.       ΤΑ ΜΕΣΑ Ή ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ ΠΟΥ ΤΥΠΟΠΟΙΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ στο αρ. αρ. 167 § 1 ΠΚ
Α. α’ μορφή τέλεσης (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ)
Ο νόμος στην προκειμένη περίπτωση, αφενός τυποποιεί μεν τη βία και αφετέρου την απειλή βίας. Ως βία εδώ ο  νόμος εννοεί την κάθε μορφή βίας, δηλαδή τόσο τη σωματική όσο και την ψυχολογική, ήτοι τη βία κατά προσώπου ή πραγμάτων που συνδέονται στενά με το δράστη. Είναι δεδομένο ότι η βία αποτελεί μέσο εξαναγκασμού.
Ανάλογα με το αντικείμενο επάνω στο οποίο ασκείται ο εξαναγκασμός, η βία διακρίνεται περαιτέρω σε βία κατά προσώπων και βία κατά πραγμάτων.
  • Βία κατά προσώπων:
Υπάρχει όταν η πράξη του εξαναγκασμού ασκείται επάνω σε πρόσωπα (χτύπημα στο κεφάλι του θύματος με πέτρα). Η βία κατά προσώπων μπορεί να είναι είτε σωματική (όταν ασκείται επάνω στο θύμα), είτε ψυχολογική (όταν ασκείται επάνω σε τρίτα πρόσωπα).
  • Βία κατά πραγμάτων:
Υπάρχει όταν η πράξη του εξαναγκασμού ασκείται επάνω σε πράγματα (τρύπημα στο λάστιχο του αυτοκινήτου). Η βία κατά πραγμάτων που δεν αποτελούν λειτουργικά εξαρτήματα του σώματος του θύματος, είναι πάντα ψυχολογική βία.
Η απειλή ως μορφή βίας
Απειλή είναι η εξαγγελία ενός κακού για το μέλλον, το οποίο πρόκειται να υποστεί το θύμα, εάν δε συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του δράστη.
Από τον ορισμό αυτό, γίνεται φανερό ότι με την απειλή, ο δράστης εξαναγκάζει το θύμα να ενδώσει, επηρεάζοντας τη βούλησή του. Εάν δεν κάνει αυτό που του ζητεί ο δράστης, θα υποστεί τις συνέπειες του εξαγγελλόμενου κακού.

Β. β’ μορφή τέλεσης (αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ)
Ο νόμος στην προκειμένη περίπτωση τυποποιεί ως μέσο εξαναγκασμού τη βιαιοπραγία κατά υπαλλήλου (όχι της αρχής) ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργεια του ενεργούντος.
Η βιαιοπραγία είναι εχθρική επενέργεια επί του σώματος του παθητικού υποκειμένου, διάφορη της έννοιας της σωματικής βίας και δεν εξικνείται μέχρι σωματικής κακώσεως ή βλάβη της υγείας αυτού (λαβή στο χέρι ή στο λαιμό).
  • Διαφορές μεταξύ βιαιοπραγίας και βίας.
Η βιαιοπραγία μοιάζει αλλά δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη βία, γι’ αυτό και δεν πρέπει να συγχέεται με αυτήν. Η βία όταν χρησιμοποιείται στον ποινικό νόμο συνιστά πάντοτε μέσο για την επίτευξη ορισμένης τυποποιημένης πράξης που αποτελεί και το σκοπό του δράστη.
Αντίθετα, η βιαιοπραγία ουδέποτε αποτελεί μέσο για την επίτευξη σκοπού. Η βιαιοπραγία είναι αυτοσκοπός. Είναι μία πράξη εκτόνωσης διαμαρτυρίας ή αγανάκτησης του δράστη για κάτι που έγινε, γίνεται ή σχεδιάζεται να γίνει στο μέλλον. Η βιαιοπραγία είναι ένα είδος βίας για τη βία, άσχετη από οποιονδήποτε εξαναγκασμό.
Επομένως, πράξη που έχει μέσα της τον εξαναγκασμό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βιαιοπραγία, είναι βία.
  •   Πότε πρέπει να εκδηλώνεται η βιαιοπραγία σε βάρος υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει.
Με βάση τη νομοθετική ρύθμιση για να είναι αξιόποινη η πράξη του δράστη θα πρέπει η σχετική βιαιοπραγία να λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας.
Κατά τη διάρκεια της νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας σημαίνει στο χρόνο που ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του. Διαρκεί δε εφόσον άρχισε ή αμέσως επίκειται και δεν περατώθηκε η ενέργεια.
Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι:
  •  η βιαιοπραγία που εκδηλώνεται πριν ή μετά την ολοκλήρωση της υπηρεσιακής ενέργειας δε στοιχειοθετεί αντίσταση κατά της αρχής
  • η διεκπεραιούμενη υπηρεσιακή ενέργεια πρέπει να είναι νόμιμη. Αν η αρχή ενεργεί παράνομα, η εναντίωση του δράστη σ’ αυτήν δεν αποτελεί αξιόποινη προσβολή της πολιτειακής εξουσίας.

  1. 9.      Αντίσταση (αρ. 167 § 2 ΠΚ) – διακεκριμένη μορφή
Για να τιμωρηθεί ο δράστης για διακεκριμένη αντίσταση πρέπει, εκτός από τα προαναφερθέντα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος (αρ. 167 § 1 ΠΚ), να συντρέχει και κάποιο από τα ακόλουθα στοιχεία του αρ. 167 § 2 ΠΚ:
α) να οπλοφορούσε ο δράστης ή να έφερε αντικείμενα από τα οποία μπορούσε να προκληθεί σωματική βλάβη. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης κρατούσε στα χέρια του τσεκούρι, μαχαίρι, ηλεκτρικό τρυπάνι, όχι όμως ψεύτικα πιστόλια. Πρόκειται για αφηρημένη διακινδύνευση εννόμων αγαθών και για αφηρημένο κίνδυνο  επίτασης της βλάβης του εννόμου αγαθού της πολιτειακής εξουσίας. Η διάταξη επίσης δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο ότι ο δράστης που όταν αντιστέκεται οπλοφορεί ή φέρει αιχμηρά αντικείμενα έστω και αν δεν τα χρησιμοποιεί (δεν απαιτείται χρήση) είναι επικίνδυνος. Τα όπλα, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη πρέπει να προορίζονται να χρησιμοποιηθούν άμεσα ή έμμεσα εναντίον προσώπων και όχι κατά πραγμάτων και αρκεί να τα φέρει ο δράστης ή και ένας από τους συμμετόχους σε ευρεία έννοια, δηλαδή και ο παρών κατά την πράξη συνεργός. Αρκεί τα όπλα να τα φέρει ο δράστης μαζί του κατά την αντίσταση χωρίς να υπάρχει ανάγκη να τα χρησιμοποιήσει. Δεν αρκεί όμως απλώς τα όπλα αυτά ο δράστης να τα έχει στο αυτοκίνητό του.
β) να είχε καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα (φορούσε κουκούλα, μάσκα). Πρόκειται για αμάχητο τεκμήριο επικινδυνότητας,
γ) η αντίσταση να έγινε από περισσότερους μαζί. Απαραίτητο κρίνεται εδώ να τονισθεί ότι, οι περισσότεροι θα πρέπει να ενεργήσουν ως συναυτουργοί και να μην είχαν συγκροτήσει δημόσια συνάθροιση, διότι η πράξη τους εμπίπτει στο αρ. 170 ΠΚ και
δ) το πρόσωπο κατά του οποίου στράφηκε η πράξη να διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο. Ο σοβαρός προσωπικός κίνδυνος συνιστά βέβαια ένα αποτέλεσμα της πράξης (συγκεκριμένη διακινδύνευση) και πρέπει συνεπώς να αποδειχθεί η ύπαρξή του. Δεδομένου ότι ο κίνδυνος αυτός δεν είναι πουθενά στον ποινικό κώδικα τυποποιημένος σε αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έγκλημα εκ του αποτελέσματος (αρ. 29 ΠΚ), οπότε πρέπει να καλύπτεται από το δόλο του δράστη και όχι από την αμέλειά του. Αν συνεπώς ο δράστης της αντίστασης, αν και γνωρίζει ως ενδεχόμενη, δεν αποδέχεται την επέλευση σοβαρού προσωπικού κινδύνου στο θύμα της πράξης του το αρ. 167 § 2 ΠΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση. Κατά μία άποψη, σπουδαίος προσωπικός κίνδυνος είναι αυτός που αφορά την υγεία ή τη ζωή του θύματος. Κλείνοντας την έρευνα του σχετικού ζητήματος χρήσιμο είναι να επισημανθούν τα ακόλουθα:
Όλες οι μορφές διακεκριμένης αντίστασης (αρ. 167 § 2 ΠΚ), πρέπει να καλύπτονται από το δόλο του δράστη.
Έτσι, θα πρέπει ο δράστης να γνωρίζει και να αποδέχεται το γεγονός ότι τελεί αντίσταση, οπλοφορώντας ή έχοντας καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του. Αν συνεπώς είχε ντυθεί καρναβάλι και συνέπεσε να τελέσει αντίσταση ξεχνώντας να βγάλει τη μάσκα του, τότε θα πρόκειται για αμέλεια σχετικά με τη διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, που δεν είναι αρκετή για τη θεμελίωσή της.

  1. 10.    Σχέση του αρ. 167 ΠΚ – αντίσταση με τις διατάξεις περί συμμετοχής (αρ. 45 – 49 ΠΚ).
Όλες οι μορφές συμμετοχής όπως η συναυτουργία (αρ. 45 ΠΚ), η ηθική αυτουργία (αρ. 46 § 1α ΠΚ), η άμεση συνέργεια (αρ. 46 § 1β ΠΚ) καθώς και η απλή συνέργεια (αρ. 47 § 1 ΠΚ), είναι δυνατές στο έγκλημα της αντίστασης.
Ειδικά όμως για τη συναυτουργία, πρέπει να ειπωθεί πως είναι δυνατή, εφόσον οι συναυτουργοί δεν εμφανίζονται,  έτσι ώστε να μπορούν να χαρακτηρισθούν πλήθος. Αν συμβεί αυτό, θα υπάρξει μετάπτωση από το έγκλημα της αντίστασης στο έγκλημα της στάσης (αρ. 170 ΠΚ).
Επίσης, στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί ότι είναι δυνατή η συναυτουργία βιαιοπραγίας κατά υπαλλήλου (αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ), όπου ο ένας συναυτουργός βιαιοπραγεί με κίνηση και ο άλλος με παράλειψη (αρ. 15 ΠΚ), εφόσον βέβαια ο τελευταίος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τη βιαιοπραγία και δεν το έκανε.
Έτσι, όταν στην περίπτωση κατά την οποία ο Δ, δικαστικός επιμελητής πηγαίνει στην οικία του Α για να κατασχέσει τα οικιακά του σκεύη,  αρχίζει να του πετά πέτρες (βιαιοπραγία) και ο Υπαστυνόμος Β που συνόδευε τον Δ στη νόμιμη ενέργειά του, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τη βιαιοπραγία, δεν το έκανε διότι ανάμεσα στον Υπαστυνόμο Β και στον Α υπήρχε κοινός δόλος (συναπόφαση), ο Α και ο Υπαστυνόμος Β θα κριθούν – τιμωρηθούν ως συναυτουργοί αντίστασης (αρ. 45 ΠΚ σε συνδ. με αρ. 167 § 1, εδ. β, ΠΚ). Ο Α βιαιοπραγεί με κίνηση ενώ ο Υπαστυνόμος Β με παράλειψη (αρ. 15 ΠΚ).
Η συναυτουργία αντίστασης εφόσον δεν έχει μεταπέσει στο έγκλημα της στάσης, τιμωρείται ως διακεκριμένη αντίσταση σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 167 § 2 ΠΚ ( ή έγινε από περισσότερους).  Η απλή συνέργεια σε αντίσταση πλήθους, εφόσον ο συνεργός βρίσκεται μέσα στο πλήθος, συνιστά στάση (αρ. 170 § 1 ΠΚ).

  1. 11.   Σχέση του αρ. 167 ΠΚ – αντίσταση, με το αρ. 330 ΠΚ – παράνομη βία.
Όταν έχουμε τελικά εξαναγκασμό του υπαλλήλου σε ενέργεια ή παράλειψη (δηλαδή τελειωμένη παράνομη βία) και ουσιαστικά αποπερατωμένη αντίσταση, θα εφαρμοστεί μόνο το αρ. 167 ΠΚ αφού η προβλεπόμενη σ’ αυτό ποινή καλύπτει και την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος της αντίστασης (φαινομενική συρροή).

  1. 12.   Σχέση του αρ. 167 ΠΚ – αντίσταση με το αρ. 325 ΠΚ – παράνομη κατακράτηση του υπαλλήλου.
Όταν ο δράστης με τη σωματική βία κατακρατεί τον υπάλληλο χωρίς τη θέλησή του, του στερεί έτσι, όχι μόνο τη δυνατότητα να τελέσει την κρατική πράξη, αλλά και να κινηθεί ή να τελέσει άλλες πράξεις η συρροή στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ των δύο εγκλημάτων αντίστασης και παράνομης βίας, είναι αληθινή κατ’ ιδέα (αρ. 94 § 2 ΠΚ).

  1. 13.   Όταν ο υπάλληλος εξατομικεύει το έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας, εξατομικεύει παράλληλα και το έννομο αγαθό της ζωής του, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της περιουσίας του.
Έτσι, το έγκλημα της αντίστασης (αρ. 167 ΠΚ) γίνεται δεκτό ότι συρρέει αληθινά κατ’ ιδέα (αρ. 94 § 2 ΠΚ) με τα εξής εγκλήματα:
  • με τη σωματική βλάβη οποιασδήποτε έντασης (αρ. 308 – 315Α ΠΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, αν ο πολίτης Π αντισταθεί κατά του Υπαστυνόμου Α που επιχειρεί να τον συλλάβει «βιαιοπραγεί» εναντίον του, ο Π με την μυϊκή του δύναμη του προκάλεσε δύο κοινωνικά αποτελέσματα προσέβαλε τη σωματική ακεραιότητα του Υπαστυνόμου Α ως ατόμου και την αποτελεσματική επιβολή της πολιτειακής εξουσίας από τον Υπαστυνόμο Α ως αστυνομικό.
Βασική επιδίωξη του Π ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της σωματικής απώθησης του Υπαστυνόμου Α και το κοινωνικό αποτέλεσμα της προσβολής της πολιτειακής εξουσίας (αντίσταση – αρ. 167 ΠΚ). Η πολιτειακή όμως εξουσία εκφράζεται με τη σωματική δύναμη των εκτελεστικών της οργάνων. Θέλοντας να προσβάλλει κανείς την πρώτη μοιραία θα προσκρούσει στη δεύτερη. Η συρροή πολλών φυσικών ή κοινωνικών ιδιοτήτων στο ίδιο υλικό αντικείμενο δημιουργεί μια «αναγκαιότητα» προσβολής πολλών ιδιοτήτων (εννόμων αγαθών) σε περίπτωση προσβολής του υλικού αντικειμένου ως προς την ιδιότητά του.
Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση η αληθινή ετεροειδής κατ’ ιδέα συρροή (αρ. 94 § 2 ΠΚ) αντίστασης και σωματικής βλάβης είναι αναπόφευκτη (αναγκαστική ή αναγκαία – αληθινή ετεροειδή κατ’ ιδέα συρροή).
  • με την ανθρωποκτονία με πρόθεση (αρ. 299 § 1 ΠΚ)
  • με την ανθρωποκτονία από αμέλεια (αρ. 302 ΠΚ)
  • με την έκθεση (αρ. 306 ΠΚ)
  • με την αρπαγή (αρ. 322 ΠΚ)
  • με την εξύβριση (αρ. 361 ΠΚ)
  • με την φθορά ξένης ιδιοκτησίας (αρ. 381 ΠΚ)
  • με την εκβίαση (αρ. 385 ΠΚ).

  1. 14.   Σχέση του αρ. 167 ΠΚ – αντίσταση με το αρ. 22 ΠΚ – άμυνα και το αρ. 25 ΠΚ – κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο
Είναι δεδομένο, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, από τους γενικούς λόγους άρσης του αδίκου χαρακτήρα της αντίστασης (αρ. 20 ΠΚ), η μη νομιμότητα της υπαλληλικής ενέργειας αποτελεί ειδικό λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα αντίστασης.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία η επιβολή της κρατικής βούλησης είναι άδικη ή η παράλειψη επιβολής συνιστά αξιόποινη πράξη, όταν πρόκειται για υλική καταναγκαστική υπαλληλική ενέργεια (παράνομη σύλληψη, παράνομη κατεδάφιση), άμυνα στην προκειμένη περίπτωση είναι δυνατή.
Η υπαλληλική ενέργεια παίρνει τη μορφή άδικης παρούσας επίθεσης, οπότε ο ειδικός λόγος της μη νομιμότητας (αρ. 167 ΠΚ) και ο γενικός της άμυνας (αρ. 22 ΠΚ), συμπίπτουν στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση.
Επίσης, είναι δυνατή η κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο (αρ. 25 ΠΚ).

  1. 15.    Προβληματική που αναφέρεται στα διακριτικά στοιχεία της υπηρεσίας του υπαλλήλου.
Γίνεται δεκτό ότι δεν είναι απαραίτητο να φέρει ο υπάλληλος τα διακριτικά της υπηρεσίας του (αστυνομικός τη στολή του).
Οφείλει όμως σε κάθε περίπτωση να επικαλείται την ιδιότητα του, επιδεικνύοντας προς τούτο τη σχετική ταυτότητα της υπηρεσίας του. Η επίδειξη της ταυτότητας του υπαλλήλου καθίσταται απαραίτητη, διότι σε αντίθετη περίπτωση αν ο ισχυρισμός του δράστη ότι αγνοούσε την ιδιότητα του υπαλλήλου αποδειχθεί αληθής, τότε ο δράστης βρίσκεται σε πραγματική πλάνη (αρ. 30 § 1 ΠΚ). Η πραγματική πλάνη αποκλείει το δόλο (αρ. 27 ΠΚ) και την ενσυνείδητη αμέλεια (αρ. 28 ΠΚ) οπότε παραμένει μόνο η ασυνείδητη αμέλεια. Η αντίσταση είναι έγκλημα δόλου, όχι έγκλημα αμέλειας, οπότε το επακόλουθο όλης αυτής της περίστασης είναι ο δράστης να μείνει ατιμώρητος.

  1. 16.    Ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στην τέλεση του εγκλήματος της αντίστασης (αρ. 167 ΠΚ) από τη νομολογία
Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:
α) Η επίθεση του Α κατά του Υπαστυνόμου Β για να τον εμποδίσει να τον οδηγήσει στο Τμήμα Ασφαλείας για εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητάς του.
β) Η κίνηση του Γ να παρεμβληθεί με το ΙΧ αυτοκίνητό του στην πορεία του περιπολικού, το οποίο κατεδίωκε δράστη αυτοφώρου εγκλήματος.
γ) Η κίνηση του Δ να θέσει σε κίνηση το ΙΧ αυτοκίνητό του καθ’ ον χρόνο ο Αστυνόμος Β προέβαινε σε αφαίρεση των πινακίδων του και αφού παρέσυρε αυτόν τον εξανάγκασε να παραλείψει την ανωτέρω νόμιμη ενέργεια.
δ) Η απειλή του Ε ότι θα θανατώσει την φίλη του Φ την οποία κατακρατεί παράνομα προς τον Υπαστυνόμο Α αν επέμβει να ελευθερώσει την Φ.
ε) Η οχύρωση της οικίας από τον Ζ προς παρεμπόδιση της εισόδου των αστυνομικών παρουσία δικαστικού λειτουργού να διενεργήσουν έρευνα όταν η ενέργεια των αστυνομικών αναμένεται σε εγγύς χρόνο και συνεχίζεται μέχρι την εκτέλεσή της (προλαμβάνουσα αντίσταση).

  1. 17.  Συμπερασματικές αναλύσεις – τοποθετήσεις σχετικές με το έγκλημα της αντίστασης – αρ. 167 ΠΚ
α) Έννοια  της βίας και σωματικής βίας
Στο έγκλημα της αντίστασης (αρ. 167 § 1, εδ. α, ΠΚ), η σωματική βία (άμεση ή έμμεση) είναι δυνατό να ασκηθεί για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους (επιθετική σωματική βία). Η σωματική βία στην προκειμένη περίπτωση ονομάζεται επιθετική γιατί ο δράστης, έχει την πρωτοβουλία της όλης κίνησης, αφού αυτός θέλει να υποκαταστήσει την πολιτειακή εξουσία σε συγκεκριμένη περίπτωση και να την εξαναγκάσει σε ενέργεια. Δεν ενδιαφέρει αν η αρχή όφειλε να εκτελέσει την πράξη στην οποία εξαναγκάζεται, ούτε αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της επιθετικής αντίστασης, αν η πράξη είναι (θα ήταν δηλαδή, αν την τελούσαν οι υφιστάμενοι τη βία αρχή ή υπάλληλος) νόμιμη.
β) Έννοια της απειλής βίας – απειλή σωματικής βίας
Η απειλή βίας για να εξαναγκαστούν η αρχή ή ο υπάλληλος σε ενέργεια, αποτελεί επίσης μορφή επιθετικής αντίστασης. Για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της μορφής αυτής του εγκλήματος δεν αρκεί η απειλή οποιασδήποτε παράνομης πράξης, αλλά απαιτείται απειλή σωματικής βίας.
Απειλή βίας σημαίνει εξαγγελία χρήσεως βίας όπως «βγες από το μαγαζί μου, θα πληρώσεις με αίμα τα λεφτά που παίρνεις».
Ομοίως, η σκόπευση με όπλο αδιαφόρως αν αυτό είναι άδειο εφόσον δεν το γνωρίζει το θύμα. Για να υπάρχει απειλή βίας δε χρειάζεται λεκτικά να ανακοινωθεί η χρήση της βίας, αλλά αρκεί αυτή να προκύπτει από την όλη συμπεριφορά του δράστη:
  • είτε από το συνδυασμό αυτών που λέει με ορισμένες κινήσεις που κάνει,
  • είτε και μόνο από συγκεκριμένες ενέργειές του.
Είναι δεδομένο ότι δεν αρκεί οποιαδήποτε απειλή αλλά απαιτείται απειλή σωματικής βίας, με αποτέλεσμα αυτή να δύναται να διεγείρει στον υπάλληλο το φόβο της βίας, παρεμποδίζοντας έτσι την εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, ειδικότερα ενδιαφέρει η τυπική νομιμότητα του διορισμού του υπαλλήλου. Ωσότου ανακληθεί ή ακυρωθεί ο τυχόν παράνομος διορισμός, ο υπάλληλος θεωρείται (τεκμαίρεται) ότι έχει νόμιμα αυτήν την ιδιότητα και ότι συνεπώς οι πράξεις του είναι υπαλληλικές, σε ότι αφορά το υποκείμενο τέλεσής τους. Εξάλλου, η πράξη που ανάγεται στα καθήκοντα του υπαλλήλου ή της αρχής είναι αυτή που βρίσκεται μέσα στον κύκλο της υλικής και τοπικής αρμοδιότητάς τους.
Η απειλή μπορεί είτε να εμφανιστεί ως μορφή βίας με ευρεία έννοια του όρου, οπότε αντιστοιχεί στη σωματική βία, όταν στοχεύει στον εξαναγκασμό του απειλούμενου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, είτε και να εμφανισθεί ως τρομοκράτηση του θύματος οπότε αντιστοιχεί σε βιαιοπραγία. Η αντικειμενική υπόσταση της αντίστασης περιέχει την απειλή (σωματικής βίας) μόνο ως μορφή βίας προς σκοπό εξαναγκασμού, ενώ η απειλή αυτοτελώς (ως τρομοκράτηση) αποτελεί ξεχωριστό έγκλημα στο αρ. 333 ΠΚ.
Η απειλή ως μορφή βίας αποβλέπει και αυτή σε εξαναγκασμό όπως η σωματική βία, με τη διαφορά ότι η κάμψη της αντίστασης του θύματος δε γίνεται με χρήση υλικής δύναμης  και αφαίρεση σωματικής δυνατότητας, αλλά με ψυχολογική επενέργεια, επάνω του, γι’ αυτό και καλείται ειδικότερα ψυχολογική βία.
Είναι επίσης δεδομένο ότι η απειλή στρεφόμενη κατά αρχής ή υπαλλήλου περιέχει εξαγγελλόμενο κακό είτε για τον ίδιο το δέκτη της απειλής, είτε για οικείο πρόσωπο (αρ. 13 περ. β ΠΚ), είτε και για τρίτο, απέναντι στον οποίο ο δέκτης της απειλής υπάλληλος (ή αρχή) βρίσκεται σε θέση εγγυητή των εννόμων αγαθών.
Έτσι, ο δάσκαλος είναι εγγυητής του εννόμου αγαθού της ανηλικότητας των μαθητών του. Ο αστυνομικός υπάλληλος είναι εγγυητής (όταν βρίσκεται σε υπηρεσία) όλων των εννόμων αγαθών των πολιτών που προστατεύει. Αν λοιπόν αρχή ή υπάλληλος επιχειρείται να εξαναγκαστούν με την απειλή ότι θα ασκηθεί σωματική βία κατά τρίτου προσώπου, το οποίο προστατεύουν σύμφωνα με τον προορισμό του λειτουργήματος, τότε υπάρχει και πάλι αντίσταση παρόλο που το απειλούμενο κακό δε στρέφεται κατά των ίδιων ή εναντίων οικείου τους.
Έτσι, στην περίπτωση που ο δράστης Δ, απειλεί τον Αστυνόμο Β ότι αν δεν παραδώσει σ’ αυτόν τώρα αμέσως τις πινακίδες που αφαίρεσε από το αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο παράνομα θα σπρώξει το καροτσάκι με τον ανάπηρο  Α που είναι δίπλα του στην κατηφόρα, ο Δ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός της αντίστασης (αρ. 167 § 1 ΠΚ) σε βάρος του Αστυνόμου Β με απειλή που αφορά τον Α.
γ) Έννοια της νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας.
Νόμιμη είναι η υπηρεσιακή ενέργεια όταν αυτή βρίσκεται μέσα στον κύκλο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και  ασκείται σύμφωνα με τους προβλεπόμενους γι’ αυτήν τύπους. Η κατά τόπο αρμοδιότητα, δεν είναι απαραίτητη για τη νομιμότητα της υπηρεσιακής ενέργειας, εκτός αν είναι συνυφασμένη με την άσκηση τοπικής εξουσίας, όπως συμβαίνει με τους Δημάρχους, Νομάρχες.
γ1. Ποιες πράξεις της αρχής ή του υπαλλήλου χαρακτηρίζονται ως νόμιμες
Νόμιμες πράξεις είναι οι εξής:
  • η σύλληψη του δράστη που γίνεται με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του αρ. 275 ΚΠΔ (αυτόφωρο έγκλημα),
  • η σύλληψη του δράστη που γίνεται με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του αρ. 276 ΚΠΔ (ένταλμα σύλληψης),
  • η κατ’ οίκον έρευνα (αρ. 253 ΚΠΔ και 254 ΚΠΔ),
  • η σωματική έρευνα (αρ. 257 ΚΠΔ.)
Έτσι, από όσα ήδη έχουν αναφερθεί, συνάγεται με σαφήνεια το συμπέρασμα ότι, αν οι παραπάνω πράξεις είναι παράνομες, η απόκρουση αυτών από τον ενδιαφερόμενο καλύπτεται από το θεσμό της άμυνας (αρ. 22 ΠΚ), εφόσον βέβαια δεν υπάρχει υπέρβαση των ορίων αυτής.
Μόλις χρειάζεται στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι όλες οι αναφερθείσες πράξεις για να είναι νόμιμες πρέπει να στηρίζονται και σε νόμιμο τίτλο (δικαστική απόφαση, διοικητική πράξη, ένταλμα σύλληψης, βούλευμα, αστυνομική διάταξη).
Έτσι, στην περίπτωση που ο Αρχιφύλακας Α Διοικητής του Σταθμού Αστυνομίας στα Άβδηρα Ξάνθης, απαγόρευσε την κυκλοφορία ποδηλάτου στο Β, στην πλατεία του χωριού, ενώ δεν υπήρχε σχετική απαγορευτική νομική διάταξη αν και ο Αρχιφύλακας Α τήρησε τους νόμιμους τύπους της απαγόρευσης, δεν επιβάλλει κρατική βούληση και συνεπώς η βίαιη εναντίωση του Β στην απαγόρευση του Αρχιφύλακα Α, δεν αποτελεί αντίσταση.

  1. 18.    Ποινική Κύρωση του εγκλήματος
α) Η ποινή που απειλείται για την πράξη του βασικού εγκλήματος (αρ. 167 § 1 ΠΚ) είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους (πλαίσιο ποινής από 1 χρόνο μέχρι 5 χρόνια – αρ. 53 ΠΚ)
β) Η ποινή που απειλείται για την πράξη του διακεκριμένου εγκλήματος (αρ. 167 § 2 ΠΚ) είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών (πλαίσιο ποινής 2 χρόνια μέχρι 5 χρόνια – αρ 53 ΠΚ).
Εκείνο όμως το οποίο κρίνεται σκόπιμο να τονισθεί στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, η ποινή στο αρ. 167 § 2 ΠΚ συνοδεύεται με ρήτρα σχετικής επικουρικότητας, πράγμα που σημαίνει ότι η ποινή αυτή επιβάλλεται επικουρικά δηλαδή όταν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

  1. 19.   Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43 ΚΠΔ του εγκλήματος της αντίστασης (αρ. 167 ΠΚ).
Η ποινική δίωξη του εγκλήματος ασκείται αυτεπαγγέλτως.




ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΘΕΙΑΣ (αρ. 169 ΠΚ)

  1. 1.      Έννοια
Απείθεια είναι η άρνηση από κάποιον, χωρίς αντίσταση, σε υπάλληλο, μετά από προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση, της κατά νόμο οφειλόμενης υπηρεσίας ή συνδρομής ή της εισόδου σε οποιοδήποτε μέρος, προς επιχείρηση κάποιας νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας.
Η σχετική διάταξη τιμωρεί την απείθεια σε πρόσκληση της αρχής, η οποία έχει ως περιεχόμενο την παροχή προσωπικής υπηρεσίας του πολίτη στο κράτος. Αναφέρεται σε ατομική υποχρέωση του πολίτη.

  1. 2.      Προστατευόμενο έννομο αγαθό
Είναι η πολιτειακή εξουσία  η οποία, εδώ όμως δεν προσβάλλεται με την ενεργητική (αντίσταση – αρ. 167 ΠΚ) αλλά με την παθητική συμπεριφορά του δράστη, γι’ αυτό και η απείθεια λέγεται αλλιώς παθητική αντίσταση (αρ. 169 ΠΚ). Με την παρούσα διάταξη προστατεύεται η δημόσια τάξη και το κύρος της δημόσιας αρχής.




  1. 3.      Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκλήματος
Είναι έγκλημα το οποίο στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας, δηλαδή κατά υπερατομικού εννόμου αγαθού, του οποίου φορέας είναι το ίδιο το κράτος ως σύνολο προσώπων.
Κατά συνέπεια, ο υπάλληλος, που σε περίπτωση εξατομικεύει αυτό το αγαθό, δεν έχει δικαίωμα να συναινέσει στην προσβολή του, αίροντας έτσι τον άδικο χαρακτήρα της. Περαιτέρω, είναι έγκλημα κοινό και όχι ιδιαίτερο. Αν η κατά νόμο οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή  αφορά μόνο μία κατηγορία ανθρώπων, όπως συμβαίνει με τους πραγματογνώμονες (αρ. 189 ΚΠΔ), τότε το έγκλημα γίνεται ιδιαίτερο (γνήσιο).
Μονοπρόσωπο και όχι συμμετοχής, αφού μπορεί να τελεστεί από ένα μόνο πρόσωπο, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η κατά συναυτουργία τέλεσή του.
Τυπικό και όχι ουσιαστικό, αφού στερείται αποτελέσματος με την τεχνική έννοια του όρου.
Βλάβης, αφού αδρανοποιεί, έστω και για λίγο χρονικό διάστημα, την πραγμάτωση της κρατικής θέλησης σε συγκεκριμένη περίπτωση, όπου η πολιτειακή εξουσία απευθύνεται στον πολίτη για την πραγμάτωση αυτή.
Γνήσιο παράλειψης, διότι κοινωνικά αναφερόμενη ενέργεια είναι σε όλες τις περιπτώσεις, η συμμόρφωση προς την πρόσκληση του υπαλλήλου, όπου αυτή παραλείπει ο δράστης.
Απλό, αφού  η αντικειμενική υπόσταση πραγματώνεται με παράλειψη που εξισώνεται νομικά με μία πράξη (αρ. 14 § 2 ΠΚ).
Απλότροπο και όχι πολύτροπο, αφού τρόπος τέλεσης είναι μόνο η άρνηση στη νόμιμη πρόσκληση.
Μη ιδιόχειρο, γιατί μπορεί να πραγματωθεί με την παράλληλη μη συμμόρφωση δύο υπόχρεων κατά νόμο.
Άλλοτε στιγμιαίο (άρνηση παραλαβής του εγγράφου που επιδίδεται – αρ. 163 § 2 ΚΠΔ αφού η παραλαβή πρέπει να γίνει τη στιγμή της επίδοσης – αρ. 155 §  1,2 ΚΠΔ) και άλλοτε διαρκές (μη συμμόρφωση στη δικαστική απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή κατοχής – διάρκεια όσο διαρκεί η αντίθετη με την απόφαση συμπεριφορά του υπόχρεου).

  1. 4.      Ποινική υπόσταση του εγκλήματος

Α) Αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
α) Υποκείμενο του εγκλήματος (δράστης του εγκλήματος)
Μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (όποιος άνθρωπος).
Στο σημείο όμως αυτό χρειάζεται να διευκρινιστεί το εξής ζήτημα. Όπως και στην αντίσταση, υποκείμενο τέλεσης της απείθειας μπορεί να είναι και δημόσιος υπάλληλος. Οι ενδοϋπηρεσιακές όμως απείθειες δεν κρίνονται κατά κανόνα με βάση το αρ. 169 ΠΚ, αλλά σύμφωνα με τους ειδικούς νόμους που ρυθμίζουν τα της υπηρεσίας (Στρατιωτικός ποινικός κώδικας, κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου – Αστυνομικό δίκαιο), εφόσον βέβαια υπάρχουν τέτοιοι νόμοι.
Μόλις όμως χρειάζεται να επισημανθεί στην προκειμένη περίπτωση ότι αν ο καλούμενος είναι δημόσιος υπάλληλος και αρνείται να εκτελέσει  πράξη αναγόμενη στην υπηρεσία του, τελεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (αρ. 259 ΠΚ) και όχι απείθεια (αρ. 169 ΠΚ).
β) Υλικό αντικείμενο του εγκλήματος (θύμα του εγκλήματος)
Είναι ο ενεργών υπάλληλος, αφού με την υπαλληλική ενέργειά του εξατομικεύει την πολιτειακή εξουσία ως έννομο αγαθό. Υπάλληλος είναι αυτός που αναφέρεται στο αρ. 13 στοιχ. α ΠΚ.
γ) Η πράξη προσβολής του εννόμου αγαθού (εγκληματική συμπεριφορά).
Αυτή εκδηλώνεται με δύο μορφές:
γ1. χωρίς αντίσταση, άρνηση της υπηρεσίας ή συνδρομή που οφείλεται από το νόμο σε κάποιον από τους υπαλλήλους του αρ. 13 στοιχ. α ΠΚ, μετά από προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση του υπαλλήλου (α’ μορφή τέλεσης) και
γ2. χωρίς αντίσταση, άρνηση της εισόδου σε οποιοδήποτε μέρος, σε υπάλληλο του αρ. 13 στοιχ. α ΠΚ, για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια μετά από προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση του υπαλλήλου (β’ μορφή τέλεσης).
γ1.1. Άρνηση υπηρεσίας ή συνδρομής (ά μορφή τέλεσης)
γ1.2. Έννοια της προηγηθείσας νόμιμης πρόσκλησης
  • Πρώτη και βασική προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση, όχι μόνο της α’ μορφής τέλεσης του εγκλήματος αλλά και της β’ μορφής, είναι η προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση του υπαλλήλου προς το δράστη να συμμορφωθεί με την υπόδειξή του. Η πρόσκληση μπορεί να γίνει και προφορικά, με τον  προσήκοντα βέβαια σε υπαλληλική ενέργεια τρόπο. Επίσης, μπορεί να γίνει με τυποποιημένες χειρονομίες όπως τα σήματα των τροχονόμων. Εξάλλου, η πρόσκληση μπορεί να είναι ενσωματωμένη και σε άλλη πράξη (δικαστική απόφαση).
γ1.3. Χαρακτηριστικά στοιχεία της πρόσκλησης τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά
  •   Η πρόσκληση πρέπει να προηγείται της άρνησης του υπόχρεου. Εάν δεν προηγηθεί η πρόσκληση, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απείθειας, έστω και αν συντρέχουν όλα τα στοιχεία του αρ. 169 ΠΚ.
  •   Πρέπει η πρόσκληση να προέρχεται από υπάλληλο του άρθρου 13α ΠΚ.
  •   Ο υπάλληλος να έχει επιφορτισθεί από το νόμο, όπως καλέσει τον υπόχρεο προς εκπλήρωση της υποχρεώσεως.
  •   Περαιτέρω, η σχετική πρόσκληση πρέπει να είναι νόμιμη.
Νόμιμη είναι η πρόσκληση, όταν στηρίζεται σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου και διατυπώνεται από τον καθ’ ύλη αρμόδιο υπάλληλο, με το σχετικό προβλεπόμενο τύπο. Ο υπάλληλος που προσκαλεί, θα πρέπει να έχει υλική και τοπική  αρμοδιότητα να απευθύνει την πρόσκληση. Διαφορετικά, δεν πρόκειται καν για υπαλληλική κρατική ενέργεια και δεν εξατομικεύεται το έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας, το οποίο προστατεύεται με τη διάταξη του αρ. 169 ΠΚ.
Είναι όμως ενδεχόμενο, άλλος υπάλληλος να προσκαλεί (αρμόδιος για την πρόσκληση Εισαγγελέας πλημμελειοδικών, όταν καλεί μάρτυρα στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου – αρ. 231 ΚΠΔ) και σε άλλο όργανο (Υπαστυνόμος Α’) να οφείλεται κατά νόμο η υπηρεσία ή συνδρομή, όταν αυτός επιδίδει την κλήση του μάρτυρα.
Το έννομο αγαθό της πολιτειακής εξουσίας, εξατομικεύεται στην προκειμένη περίπτωση και στον αρμόδιο Εισαγγελέα και στον Υπαστυνόμο Α.
γ1.4. Έννοια της υπηρεσίας – συνδρομής
Ως υπηρεσία νοείται η θετική ενέργεια του καλούμενου να παράσχει αυτήν.
Αντιθέτως, η συνδρομή έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την επιχείρηση από το κρατικό όργανο ορισμένης πράξης προς την οποία καλείται να συνδράμει ο πολίτης.
Έτσι, συνδρομή είναι η κατάθεση του μάρτυρα Μ σε ποινική δίκη (συνδρομή προς το δικαστήριο για την απονομή δικαιοσύνης), ενώ η συμμετοχή του πολίτη Π σε μικτό ορκωτό δικαστήριο με την ιδιότητα του ενόρκου, συνιστά υπηρεσία.
Ως συνδρομή θεωρείται επίσης και η παραλαβή του νόμιμα επιδιδόμενου εγγράφου και η υπογραφή του επιδοτηρίου (αρ. 163 § 2 ΚΠΔ). Επίσης ως συνδρομή θεωρείται η παράδοση εγγράφων σύμφωνα με το αρ. 261 ΚΠΔ.
  •   Η υπηρεσία ή η συνδρομή στις οποίες καλεί η πρόσκληση πρέπει να οφείλονται κατά νόμο (που οφείλεται κατά νόμο). Πρέπει δηλαδή να υπάρχει νομική διάταξη που να υποχρεώνει τον πολίτη σε παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής προς τον υπάλληλο ή προς κάποια υπηρεσία. Η διάταξη αυτή μπορεί να είναι γενική, να αφορά δηλαδή όλους τους πολίτες (αρ. 163 § 2 ΚΠΔ) ή να είναι ειδική, απευθυνόμενη σε ορισμένη κατηγορία πολιτών (πραγματογνώμονες – αρ. 189 ΚΠΔ).
  •   Επιβάλλεται όμως στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η υποχρέωση που προκύπτει από το νόμο, πρέπει να είναι εξειδικευμένη. Δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι, η υπάρχουσα γενική υποχρέωση των πολιτών να συμμορφώνονται προς τους νόμους και τις αστυνομικές διατάξεις, δημιουργεί το έγκλημα της απείθειας, αν ο πολίτης προσκληθεί από κρατικό όργανο να συμμορφωθεί προς το νόμο και αρνηθεί. Τότε, είναι δεδομένο ότι, κάθε παράβαση οιασδήποτε νομικής διάταξης θα μπορούσε να συνοδεύεται και από το έγκλημα της απείθειας, αρκεί να υπήρχε σχετική πρόσκληση για συμμόρφωση. Επομένως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κάθε ανυπακοή του πολίτη συνιστά απείθεια. Με τη σχετική διάταξη δεν καθιερώνεται ένα γενικό καθήκον υπακοής στους νόμους αλλά ένα καθήκον συνδρομής της πολιτειακής εξουσίας, από εκείνον που βαρύνεται με ανάλογη ειδικά ρυθμισμένη στο νόμο υποχρέωση.
γ1.5. Παράνομη πρόσκληση
Αν η πρόσκληση είναι παράνομη, δεν υπάρχει υποχρέωση υπακοής προς αυτήν. Αν δε, ο πολίτης κληθεί σε παροχή υπηρεσίας, άλλης από αυτήν που προβλέπεται ρητά στο νόμο, δεν υπάρχει  απείθεια σε περίπτωση που αρνηθεί να την παράσχει.
γ1.6. Άρνηση της υπηρεσίας ή συνδρομής χωρίς αντίσταση
Η άρνηση της υπηρεσίας ή συνδρομής, πρέπει να γίνει χωρίς αντίσταση, δηλαδή χωρίς βία ή απειλή βίας ή βιαιοπραγίας. Επομένως, η διάταξη του αρ. 169 ΠΚ είναι επικουρική έναντι του αρ. 167 ΠΚ. Το αρ. 169 ΠΚ εφαρμόζεται μόνο όταν η συμπεριφορά του δράστη δεν μπορεί να υπαχθεί στο αρ. 167 ΠΚ, οπότε μεταξύ της απείθειας και της αντίστασης υπάρχει σχέση αλληλοαποκλεισμού και ουδέποτε συρρέουν κατ’ ιδέαν.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, αρνηθεί να παραλάβει το επιδιδόμενο έγγραφο ή αρνηθεί να υπογράψει στο επιδοτήριο (αρ. 163 § 2 ΚΠΔ), ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Ομοίως, στην περίπτωση που ο γιατρός Γ του Γενικού Νοσοκομείου της πόλεως, δεν αποδεχτεί το διορισμό του ως πραγματογνώμονα (αρ. 231 § 2 ΚΠΔ), ενώ αναφέρεται στον ειδικό πίνακα του αρ. 185 ΚΠΔ,  ο Γ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία ο διερμηνέας Δ, αρνείται το διορισμό του ενώ αναφέρεται στον ειδικό πίνακα (αρ. 233 § 2 ΚΠΔ και 235 ΚΠΔ), θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Ομοίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο οδηγός Ο ΙΧ, που αρνήθηκε να σταθμεύσει σε σήμα του Υπαστυνόμου Α και του τροχονόμου Τ για να υποστεί έρευνα  σ’ αυτό, διότι υπήρχαν υπόνοιες ότι κατέχει και μεταφέρει ναρκωτικά, ο Ο θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία ο Λ ιδιοκτήτης ιδιωτικού χώρου (κέντρου διασκέδασης) αρνείται να συνεργαστεί μα τον Αστυνόμο Α μετά από νόμιμη πρόσκληση διότι στον χώρο διασκέδασης υπήρχαν πληροφορίες ότι είχε τοποθετηθεί βόμβα μικρής ισχύος, θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Υπόβαθρο στην προκειμένη περίπτωση, κρίνεται το αρ. 94 ΠΔ 141/1991 που αναφέρει τις αρμοδιότητες της αστυνομίας και αντίστοιχα τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Τ Ταγματάρχης του στρατού, δεν συμμορφώθηκε στη νόμιμη πρόσκληση του Αστυνόμου Α, Διοικητού Τροχαίας να ακινητοποιήσει το όχημά του, προκειμένου να διενεργηθεί έρευνα προληπτική του αυτοκινήτου του, όπου ήταν υποχρεωμένος να υποβληθεί, αφού υπήρχαν υπόνοιες ότι μεταφέρει κλοπιμαία χρυσαφικά αξίας 50.000 €, αλλά έσπευσε να απομακρυνθεί, ο Τ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Ομοίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο ψαράς Ψ, όταν κατελήφθη επ’ αυτοφώρω αρνήθηκε να παραδώσει τα δίχτυα καίτοι προσκλήθηκε νόμιμα από τους λιμενικούς Λ και Μ, ο Ψ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
γ1.7. Περιπτώσεις στις οποίες ΔΕΝ στοιχειοθετείται η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της απείθειας
Έχει επισημανθεί, σωστά άλλωστε, ότι δεν διαπράττει απείθεια (αρ. 169 ΠΚ):
α) ο Α, που αρνείται να παραστεί ως μάρτυρας κατά τη θυροκόλληση εγγράφου από τον Δικαστικό επιμελητή,
β) ο Β, που αρνείται να προσέλθει στον Εισαγγελέα παρά τη σχετική πρόσκληση του Εισαγγελέα, προς ειρηνική επίλυση της διαφοράς του,
γ) ο Γ, που αρνείται να υποβληθεί σε δακτυλοσκόπηση στο αρμόδιο Τμήμα Ασφαλείας,
δ) ο Δ που αρνείται όπως παραδώσει στο Δικαστικό Επιμελητή Ε, τα χρήματα που έχει στην τσέπη του, προκειμένου αυτά να κατασχεθούν από τον Ε,
ε) ο Ζ που συνεχίζει να πωλεί εφημερίδες, παρά την πρόσκληση του Υπαστυνόμου Α να μη πωλεί χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής.  
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δεν υπάρχει ρητή διάταξη νόμου που υποχρεώνει τον πολίτη να συμμορφωθεί στη σχετική πρόσκληση του υπαλλήλου. Άλλο βέβαια είναι το ζήτημα ότι ενδέχεται η συμπεριφορά των δραστών Α, Β, Γ, Δ και Ζ να τιμωρείται με άλλη διάταξη, ειδικό όμως αδίκημα απείθειας δεν συνιστά.
γ2.1. Άρνηση της εισόδου στον υπάλληλο (β’ μορφή τέλεσης)
Το ερευνώμενο ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση, φωτίζεται με την ανάλυση των σχετικών προϋποθέσεων.
Έτσι, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι οι εξής:
  •   ο δράστης θα πρέπει να καλείται νόμιμα να επιτρέψει την είσοδο στον υπάλληλο για την επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας (προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση),
  •   πρέπει να υπάρχει ειδική διάταξη νόμου που δίνει δικαίωμα στον υπάλληλο να εισέλθει σε ορισμένους χώρους, ο δε δράστης να υποχρεώνεται να επιτρέψει την είσοδο στον αρμόδιο υπάλληλο για τη διενέργεια νόμιμης υπηρεσιακής πράξεως,
  •   ο δράστης θα πρέπει να αρνηθεί χωρίς αντίσταση να υπακούσει στην πρόσκληση του υπαλλήλου. Η άρνηση μπορεί να είναι είτε ενεργή, όπως με λόγια, χειρονομίες, είτε παθητική. Πάντως δεν αρκεί να συνοδεύεται με βία ή απειλή βίας, διότι τότε δύναται να αποτελέσει αντίσταση (αρ. 167 ΠΚ).
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης της οικίας Ι, αρνείται την είσοδο στον αρμόδιο Εισαγγελέα και στον Αστυνόμο Α, προς ενέργεια νόμιμης κατ’ οίκον ερεύνης, ο Ι θα κριθεί – τιμωρηθεί ως άμεσος (φυσικός) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ). Αυτό συμβαίνει διότι τα αρ. 253 ΚΠΔ, 255 ΚΠΔ, και 256 ΚΠΔ επιτρέπουν στον δικαστικό λειτουργό και τους λοιπούς ανακριτικούς υπαλλήλους την κατ’ οίκον έρευνα και αντίστοιχα υποχρεώνουν τους ενοίκους σε σύμπραξη στη σχετική ανακριτική πράξη.
Ομοίως, στην περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης αυθαιρέτου κτίσματος Α, αρνήθηκε να εξέλθει, για να ματαιώσει την κατεδάφιση, οπότε ανάγκασε το συνεργείο της Νομαρχίας να τον βγάλει με τη βία, ο Α θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός άμεσος αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Επίσης, στην περίπτωση κατά την οποία ο καταστηματάρχης Κ, αρνείται την είσοδο στο κατάστημά του στον Αστυνόμο Β και στον Υπαστυνόμο Α για τη διενέργεια νόμιμου αγορανομικού ελέγχου, ο Κ θα κριθεί – τιμωρηθεί ως φυσικός (άμεσος) αυτουργός του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
δ) Ανάλυση των όρων «νόμιμη πρόσκληση» και «νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια».
Από τη σχετική διάταξη του νόμου προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου εγκλήματος της απείθειας, απαιτείται προηγούμενη νόμιμη πρόσκληση από υπάλληλο του αρ. 13α ΠΚ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και άρνηση του προσκληθέντος να προσφέρει την υπηρεσία ή συνδρομή που οφείλεται κατά νόμο ή να επιτρέψει την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια.
Η νομιμότητα αυτή περιλαμβάνει όλους τους όρους που πρέπει σύμφωνα με το νόμο να έχει η πρόσκληση (για να μην εμφανίζει νομικό ελάττωμα), την ουσιαστική συμφωνία της πρόσκλησης με το Σύνταγμα  και τους νόμους, ως επίσης και την όμοια συμφωνία με το Σύνταγμα και τους νόμους της υπηρεσιακής ενέργειας που πρόκειται να εκτελεστεί.
Επίσης, η συνταγματικότητα του νόμου που προβλέπει την υποχρέωση του πολίτη για παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής, ανήκει στην ευρύτερη νομιμότητα της πρόσκλησης. Αυτό συμβαίνει διότι αν ο νόμος αυτός είναι αντισυνταγματικός, τότε και η πρόσκληση που στηρίζεται σ’ αυτόν δεν μπορεί να είναι νόμιμη (αν η πρόσκληση είναι παράνομη δεν υφίσταται υποχρέωση προς υπακοή σ’ αυτήν).
Ενόψει των παραπάνω αναφερθέντων, εκείνο το οποίο πρέπει να τονιστεί στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι, τα παραπάνω στοιχεία της νομιμότητας ανήκουν στα ειδικά στοιχεία του άδικου χαρακτήρα της απείθειας.
Με βάση όλων των αναλύσεων που προηγήθηκαν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι απείθεια = άρνηση, χωρίς αντίσταση μετά από προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση παροχής στον υπάλληλο (αρ. 13α ΠΚ) υπηρεσίας ή συνδρομής σε επιχείρηση θετικής πράξης από τον υπάλληλο (όχι παράλειψη ενέργειας) ή άρνηση, χωρίς αντίσταση μετά από προηγηθείσα νόμιμη πρόσκληση, την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια.

Β) Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Η απείθεια είναι έγκλημα δόλου. Δεν υπάρχει στον ποινικό μας κώδικα έγκλημα απείθειας από αμέλεια. Το κείμενο του αρ. 169 ΠΚ δεν περιέχει την ένδειξη με πρόθεση ή με δόλο, αλλά σύμφωνα με την επιταγή του αρ. 26 § 1 ΠΚ, αφού η απείθεια αποτελεί πλημμέλημα, ο δόλος υπονοείται (αρ. 169 ΠΚ σε συν. με αρ. 18 εδ. β, ΠΚ). Ο δόλος μπορεί να είναι οποιουδήποτε βαθμού.
Ειδικότερα, ο δόλος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση να αρνηθεί ο δράστης την πρόσκληση του αρ. 13 στοιχ. α, ΠΚ αναφερομένου υπαλλήλου για την παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής που οφείλεται σύμφωνα με νόμο ή την είσοδο του υπαλλήλου  σε κάποιο χώρο, πάλι μετά από νόμιμη πρόσκληση τούτου, για την επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας.
Περιλαμβάνει λοιπόν ο δόλος τη γνώση όλων των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης και τη θέληση της άρνησης, ενόψει της γνώσης αυτής. Ενδεχόμενη γνώση κάποιου στοιχείου είναι αρκετή για να θεμελιώσει αντίστοιχο δόλο (ενδεχόμενο δόλο).
Η άγνοια, έστω και από αμέλεια οποιουδήποτε από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (ότι υπάρχει πρόσκληση υπαλλήλου, ή ότι υπάρχει υποχρέωση από το νόμο για παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής), θεμελιώνει πραγματική πλάνη (αρ. 30 ΠΚ), η οποία αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια. Εφόσον στην προκειμένη περίπτωση αποκλείεται ο δόλος, έγκλημα σύμφωνα με το αρ. 14 § 1 ΠΚ δεν υπάρχει.
Με αφετηρία την παραπάνω ανάλυση – τοποθέτηση, γίνεται φανερό ότι, η άγνοια των στοιχείων της νομιμότητας, η εσφαλμένη δηλαδή παράσταση στο μυαλό του δράστη, της νομιμότητας της πρόσκλησης ή της υπαλληλικής ενέργειας για την τέλεση της οποίας ζητήθηκε η είσοδος σε κάποιο χώρο, συνιστά νομική πλάνη (αρ. 31 ΠΚ) που αποκλείει όχι το δόλο, αλλά την ενοχή του δράστη, τον τελικό καταλογισμό της πράξης σε ενοχή του, εφόσον κριθεί συγγνωστή. Το στοιχείο της νομιμότητας ως ειδικό στοιχείο αδίκου με θετική διατύπωση, καλύπτεται από τη συνείδηση του αδίκου του δράστη και όχι από το δόλο του.
Αυτονόητο είναι ότι οι γενικοί λόγοι άρσης του καταλογισμού, όπως η ανικανότητα για καταλογισμό, η κατάσταση ανάγκης (αρ. 32 ΠΚ) και ιδίως η σύγκρουση καθηκόντων ως αδυναμία επιλογής σε συγκεκριμένη περίπτωση, εφαρμόζονται και στο έγκλημα της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).

  1. 5.      Τετελεσμένο έγκλημα και απόπειρα εγκλήματος
Το έγκλημα αυτό είναι τετελεσμένο από τη στιγμή κατά την οποία ο δράστης θα αρνηθεί την οφειλόμενη συνδρομή του, που οφείλεται κατά το νόμο, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση σε κάποιον από τους υπαλλήλους του αρ. 13α ΠΚ, χωρίς αντίσταση ή την είσοδό του σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια χωρίς αντίσταση. Ως έγκλημα που συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της γνήσιας παράλειψης και της τυπικότητας, δεν επιδέχεται  απόπειρα. Αρχή τέλεσης δεν νοείται. Δεν υπάρχει συνεπώς και έδαφος πρόσφορο για αξιόποινη απόπειρα απείθειας.

  1. 6.      Σχέση του αρ. 169 ΠΚ – απείθεια με τις διατάξεις περί συμμετοχής – αρ. 45 – 49 ΠΚ.
Όλες οι μορφές συμμετοχής είναι δυνατές στο έγκλημα της απείθειας, όπως στη συναυτουργία (αρ. 45 ΠΚ), στην ηθική αυτουργία (αρ. 46 § 1α ΠΚ), στην άμεση συνέργεια (αρ. 46 § 1β ΠΚ) και στην απλή συνέργεια (αρ. 47 § 1 ΠΚ).
Ειδικότερα, στην περίπτωση κατά την οποία οι Α και Β, ως μάρτυρες κατηγορίας σε βάρος του Γ, κατηγορούμενου σε ποινική υπόθεση, έχουν κοινό δόλο (συναπόφαση) να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, απουσιάσουν (λιπομαρτυρία στο ακροατήριο – αρ. 231 § 2 ΚΠΔ), οι Α και Β θα κριθούν – τιμωρηθούν ως φυσικοί (άμεσοι) αυτουργοί του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 45 σε συνδ. με αρ. 169 ΠΚ).
Στο μέτρο που εδώ η απείθεια αναφέρεται στην άρνηση συνδρομής προς την ίδια υπηρεσιακή ενέργεια (απονομή ποινικής δικαιοσύνης από το ίδιο δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση), η μονάδα εννόμου αγαθού που προσβάλλεται  είναι μία και εφόσον οι Α και Β είχαν κοινό δόλο, η συναυτουργία τους είναι δεδομένη.

  1. 7.       Σχέση του αρ. 169 ΠΚ με άλλες ειδικές διατάξεις
Η διάταξη του αρ. 169 ΠΚ είναι  γενική, εφαρμόζεται δηλαδή μόνο όταν δεν υπάρχει ειδική διάταξη νόμου που τιμωρεί τη συμπεριφορά.
Τέτοιες ειδικές διατάξεις είναι ενδεικτικά:
  • Το αρ. 30 § 14 και 31 § 15 ΝΔ, 136/1946 περί Αγορανομικού Κώδικα
  • Το αρ. 287 § 11 ΝΔ, 187/1973 περί Δασικού Κώδικα.
Έτσι, σωστά έχει επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η διάταξη του αρ. 169 ΠΚ συρρέει φαινομενικά με τις ειδικές αυτές διατάξεις, που επικρατούν τελικά (αρχή της ειδικότητας)

  1. 8.      Συμπερασματικές αναλύσεις – παρατηρήσεις σχετικές με το έγκλημα της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Με βάση τα παραπάνω προεκτεθέντα, συμπερασματικά μπορούν να αναφερθούν οι εξής τοποθετήσεις – παρατηρήσεις:
α) πράξη του εγκλήματος της απείθειας είναι η χωρίς αντίσταση ρητή ή σιωπηρή άρνηση σε υπάλληλο που αναφέρεται στο αρ. 13α ΠΚ, ύστερα από σχετική νόμιμη πρόσκληση τούτου, της οφειλόμενης κατά το νόμο υπηρεσίας ή συνδρομής ή της εισόδου του σε κάποιο χώρο για την τέλεση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας.
β) Απαραίτητη προϋπόθεση της απείθειας, είναι ο υπάλληλος να επιχειρήσει μία νόμιμη ενέργεια (θετική πράξη) και ο υπόχρεος σ’ αυτήν να αρνηθεί την υπηρεσία ή τη συνδρομή του, όχι και την παράλειψη της ενέργειας. Πρόκειται δηλαδή για γνήσιο έγκλημα παραλείψεως.
β1. Ειδικά θα πρέπει να προβλέπεται στο νόμο, η υποχρέωση του δράστη να προσφέρει τη ζητούμενη από τον υπάλληλο υπηρεσία ή συνδρομή. Η σχετική διάταξη του νόμου, πρέπει να καθορίζει ρητά σε τι συνίσταται η οφειλόμενη υπηρεσία ή συνδρομή, πότε οφείλεται αυτή και ποιος είναι υποχρεωμένος να την παράσχει. Όπου δεν υπάρχει τέτοια ειδική πρόβλεψη της σχετικής υποχρέωσης του δράστη, η άρνηση αυτού να συμμορφωθεί προς την υπόδειξη του υπαλλήλου, δεν συνιστά απείθεια. Δεν αρκεί η γενική υποχρέωση συμμόρφωσης στο νόμο.
Έτσι, στην περίπτωση κατά την οποία ο Υπαστυνόμος Α, ζητήσει από πλανόδιο μικροπωλητή Π να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει, αν ο Π δε συμμορφωθεί δεν διαπράττει το έγκλημα της απείθειας.
γ) Η άρνηση (αρ. 14 § 2 ΠΚ) αποτελεί την πράξη της απείθειας, σε αντίθεση με την αντίσταση όπου η πράξη έχει τη μορφή βίαιης ενέργειας. Στο αρ. 169 ΠΚ ρητά αποκλείεται η αντίσταση από την αντικειμενική υπόσταση της απείθειας (χωρίς αντίσταση), που σημαίνει ότι τα δύο αυτά εγκλήματα αλληλοαποκλείονται και συνεπώς ουδέποτε συρρέουν κατ’ ιδέα.
Έτσι, γίνεται λόγος για ενεργητική αντίσταση (αρ. 167 ΠΚ) και παθητική αντίσταση (αρ. 169 ΠΚ). Αυτό βέβαια είναι εντελώς σχηματικό, γιατί κάθε παθητική (μη βίαιη) αντίσταση, δεν είναι πάντοτε απείθεια. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία ο Α, ρίχνεται κάτω στο έδαφος για να μη συλληφθεί ή όταν δε σηκώνεται από το κρεβάτι για τον ίδιο λόγο.
Ομοίως, γίνεται δεκτό ότι ο πολίτης Π, δεν διαπράττει απείθεια αν αρνηθεί να ακολουθήσει οικειοθελώς τον Αρχιφύλακα Α σε περίπτωση αυτόφωρης πταισματικής παράβασης και πριν από τη σύλληψή του, όχι γιατί μπορεί να επακολουθήσει η βίαιη σύλληψη αλλά γιατί δεν υπάρχει ειδική υποχρέωση συνδρομής του Π προς σύλληψη του εαυτού του.
δ) Η άρνηση είναι παράλειψη ενέργειας. Μπορεί να εκδηλωθεί ρητά ή και σιωπηρά με την πάροδο του προβλεπόμενου προς ενέργεια χρόνου ή του εύλογου ή από τα πράγματα προσδιορισμένου χρονικού διαστήματος. Είναι όμως δεδομένο ότι και στην περίπτωση της ρητής άρνησης, πάλι πρόκειται για παράλειψη. Το ίδιο ισχύει και για τη ρητή άρνηση εισόδου, που εξομοιώνεται με το μη άνοιγμα της πόρτας, παρά τη δήλωση από τον υπάλληλο της ιδιότητας του και την πρόσκληση στο άνοιγμά της.
Υπό το πρίσμα των σκέψεων όμως αυτών, το γεγονός ότι μπορεί να παραβιαστεί η πόρτα από τον υπάλληλο, τελικά δεν αφαιρεί από την άρνηση του χαρακτήρα της απείθειας κατά το αρ. 169 ΠΚ.
ε) Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της άρνησης της υπηρεσίας ή συνδρομής όσο και της άρνησης της εισόδου, είναι ότι δεν αναιρούνται εκ του  γεγονότος ότι μπορεί να παρακαμφθεί βίαια από τον υπάλληλο η σχετική άρνηση του δράστη (αφαίρεση του όπλου από τον αρνούμενο να το παραδώσει λαθροκυνηγό, παραβίαση της πόρτας).
ε1. Για να είναι αξιόποινη σύμφωνα με το αρ. 169 ΠΚ η άρνηση υπηρεσίας ή συνδρομή, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος.
Ειδικότερα, θα πρέπει να υπάρχει:
  •   διάταξη νόμου που δίνει το δικαίωμα στον υπάλληλο να καλέσει το δράστη προς παροχή υπηρεσίας ή συνδρομής.
Η διάταξη αυτή του νόμου, πρέπει να καθορίζει την υποχρέωση του πολίτη, όπως παράσχει την αιτούμενη υπηρεσία ή συνδρομή, την κατά νόμο οφειλόμενη, η οποία μάλιστα προϋπάρχει της προσκλήσεως, η δε τελευταία να προηγείται της αρνήσεως.
Με την άρνηση αυτή (παθητική συμπεριφορά), ο πολίτης απέχει από την εκπλήρωση του υφιστάμενου καθήκοντος και της υποχρέωσης υπακοής προς αυτό που αιτείται νομίμως ο υπάλληλος.
ζ) Ως προς την άρνηση της εισόδου στον υπάλληλο από το δράστη για να είναι αυτή αξιόποινη θα πρέπει:
ζ1. να καλείται νόμιμα ο δράστης να επιτρέψει την είσοδο στον υπάλληλο, για την επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας και
ζ2. να υπάρχει ειδική διάταξη νόμου που δίδει το δικαίωμα στον υπάλληλο να εισέλθει σε ορισμένους χώρους, ο δε δράστης να υποχρεώνεται να επιτρέψει την είσοδο στον αρμόδιο υπάλληλο για τη διενέργεια της νόμιμης υπηρεσιακής πράξεως.
η) Με αφετηρία την παραπάνω τοποθέτηση, εκείνο το οποίο κρίνεται σκόπιμο να επισημάνουμε στο σημείο αυτό είναι ότι, τόσο η άρνηση παροχής στον υπάλληλο, υπηρεσίας ή συνδρομής οφειλόμενης κατά νόμο, όσο και η άρνηση της εισόδου σε οιοδήποτε μέρος προς επιχείρηση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας, θα πρέπει να γίνει χωρίς αντίσταση και απαιτείται να προηγηθεί νόμιμη πρόσκληση.

  1. 9.      Ποινική κύρωση του εγκλήματος.
Η προβλεπόμενη  ποινή για την πράξη της απείθειας είναι φυλάκιση μέχρις έξι μηνών (πλαίσιο ποινής 10 ημέρες μέχρι 6 μήνες – αρ. 53 ΠΚ)

  1. 10.   Άσκηση ποινικής δίωξης (αρ. 27, 36, 43 ΚΠΔ) του εγκλήματος της απείθειας (αρ. 169 ΠΚ).
Η ποινική δίωξη του εγκλήματος αυτού ασκείται αυτεπαγγέλτως. 
Βλέπε πλήρη διεξοδική αλλά και λεπτομερή ανάλυση στον 2ο Τόμο Ειδικού Μέρους Ποινικού Δικαίου, κατ’ άρθρο ερμηνεία, Νικολάου Αθ. Δερμενούδη, όπου, εκτός από τα εγκλήματα της πολιτειακής εξουσίας (αρ. 167 – 182 ΠΚ) περιλαμβάνει και τα εγκλήματα κατά των ηθών (αρ. 336 – 353 ΠΚ) και της τιμής (αρ. 361 – 369 ΠΚ).

Πληροφορίες – Επικοινωνία:
Τηλ. 25410 77560 – Fax: 25410 67205 – κιν.: 6979847227
e-mail:al-kat@xan.forthnet.gr

 skaythess.gr